Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Μυηση...

Δώστε μουσική στη σάρκα
και σάρκα στη μουσική...

Ξεφυλλίζοντας ένα παλιό περιοδικό βρέθηκα μπροστά σ’ αυτή τη φράση. Τη διάβαζα, την ξαναδιάβαζα.... κοντοστεκόμουν. Τόνιζα κάθε φορά κι άλλη λέξη, προσπαθώντας να φωτίσω τη μουσικότητα της κάθε μίας
“Δώστε μουσική στη σάρκα
και σάρκα στη μουσική.”
Και ο ρυθμός που ξεπήδαγε απ’ τις λέξεις αυτές, όσο πήγαινε αντιχρονιζόταν με τον ήχο των τυμπάνων που σήμαιναν γύρω μου σταθερά κι ατέρμονα, σα να συνόδευαν αλυσσοδεμένους κωπηλάτες. Και δεν ήταν μόνο τύμπανα. Ήταν και πένθιμες καμπάνες και σειρήνες και χίλιοι δυο άλλοι ήχοι σα να μετακινείς γρήγορα τη βελόνα του ραδιοφώνου αλλάζοντας τις συχνότητες, ψάχνοντας για τη δική σου.

Όσο επαναλάμβανα τα λόγια αυτά, τόσο ξεκαθάριζε ο ρυθμός τους, που όσο πήγαινε άρχιζε να επισκιάζει τους ήχους που με περιέβαλαν. Σιγά - σιγά νταούλια, τουμπελέκια, ντέφια, σείστρα, ροκάνες και κουδούνια άρχισαν να παίζουν ένα καινούριο ρυθμό. Εφτά ζουρνάδες παίζαν ακατάληπτες μεθυστικές μελωδίες. Ο κόσμος γύριζε. Τα πεύκα, τα κυπαρίσσια κ’ οι δυο μηλιές στη μεση περιστρέφονταν δαιμονοσμένα πάνω απ’ το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να σπάσει. Σκοτάδι άρχισε να καλύπτει τα μάτια και το μυαλό μου, ενώ τ’ αφτιά μου ακούγανε ολοένα και μακρύτερα πια αυτό το ρυθμό.

Φαίνεται ότι έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα τα πάντα είχαν εξαφανιστεί και ακουγόταν μονάχα ένα ταμπορέλο να παίζει το ρυθμό της ταραντέλλα πίτσικα: ντουμ τεκετεκα ντουμ τεκετεκα ντουμ τεκετεκα ντουμ..........
Έψαξα να βρώ αυτόν που έπαιζε το ταμπορέλο. Διέκρινα μια φυσιογνωμία, άλλά δε μπόρεσα να δώ το πρόσωπό του. Ο ρυθμός του άρχισε να με συνεπαίρνει.

“Ποιός είσαι..” ρώτησα “Δε μπορώ να σε δώ”
“Κανείς δε μπορεί να με δεί εμένα. Μπορούν μονάχα να μ’ ακούσουν λίγοι, πολύ λίγοι.»
“Ποιός είσαι, από πού έρχεσαι; Μου φαίνεσαι γνωστός...”συνέχισα.
Τότε εκείνος γέλασε: “Με βλέπεις πρώτη φορά κι όμως με ξέρεις. Εμαι αυτό που επιδιώκεις κι αυτό που σε επιδιώκει. Είμαι αυτό που από το απώτατο παρελθόν εώς το απώτατο μέλλον χτυπάω τα σήμαντρα της εγρήγορσης. Είμαι αυτό που οδήγησε τόσους και τόσους στην αθανασία αλλά και στη λήθη, στα επουράνια και στα καταχθόνια και είμ’ αυτό που χαρακτηρίζει και διέπει κάθε τι άξιον. Αυτό είμ’ εγώ και ταυτόχρονα τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Άν είσαι άξιος, χόρεψε”

Συνέχιζε να παίζει αδιάκοπα. Δε μίλαγε...δε μίλαγα. Άρχισα να χορεύω κυκλικά. Χόρευα, χόρευα... Σιγά - σιγά άρχισα να νοιώθω το κεφάλι μου βαρύ... συνέχιζα... Άρχισε να σιγομουρμουράει λόγια ακατάληπτα και να σιγοτραγουδάει. “Πιό δυνατά, πιό δυνατά, θέλω ν’ ακούω το τραγούδι σου” πήγα να πώ, αλλά είχε κολλήσει ο λαιμός μου. Το κατάλαβε... συνέχισε να παίζει με πιό πολλή δύναμη:
“Όποιος ψηλά δεν πέταξε, δεν ξέρει τί’ναι κάστρο
κι όποιος το φώς δεν άγγιξε ποτέ δε γίνετ’ άστρο..”
Αυτό ήταν! Επιτέλους άκουγα το τραγούδι του και άρχισα να συντονίζομαι ολόκληρος: Πόδια, σώμα, μυαλό, ψυχή. Η φράση που διάβαζα και που τόσο έψαχνα να βρώ τη μουσικότητά της ήρθε να πλεχτεί με το τραγούδι αυτό μεσα απ’ την έκσταση. Και τότε νταούλια, τουμπελέκια, ντέφια, σείστρα, ροκάνες και κουδούνια άρχισαν να παιανίζουν λυτρωτικά. Εφτά ζουρνάδες συνόδευαν το τραγούδι του και ο ρυθμός μαζί με το τραγούδι συνεχίζονταν ολοένα μεχρι εκεί που η ύλη γίνεται ενέργεια και η ενέργεια ύλη και μέχρι εκεί που το γέλιο ενώνεται με το κλάμα για να καταλήξουν στον οργασμό. Κι εγώ, στον ποταμό του κόσμου ανάμεσα να χορεύω - πεσμένος πια στο έδαφος - και να ενώνομαι με τις κραυγές αγέννητων και νεκρών.

Έπεσα κάτω εξαντλημένος. Το ταμπορέλλο σταμάτησε. Ο νούς μου βούιζε απ’ ότι είχα ακούσει μέχρι τότε στη ζωή μου. Φωνές, τραγούδια, όργανα, για να καταλήξουν όλα μαζί στον ήχο ενός λαούτου που έπαιζε ένα ταξίμι. Ένα ταξίμι που τα γυρίσματά του λές και βγαίναν από μέσα μου. Εκείνος ήρθε από πάνω μου. “Καλή αρχή και καλό τέλος” μου είπε. “Και μια που σ’ αρέσουν τα τραγούδια μου, άκου άλλο ένα:
Τούτο τον κόσμο τον καλό άλλοι τον ειχαν πρώτα
τώρα τον έχουμε κι εμείς κι άλλοι τον καρτερούνε...”
“Πές μου πώς σε λένε, σε παρακαλώ!” Τόλμησα
“Έχω τόσα ονόματα, όσοι και οι άνθρωποι στη Γή” μου απάντησε
“Μα το τραγούδι σου...” συνέχισα
“Το τραγούδι μου ανήκει σ’ αυτούς που είναι άξιοι να το ακούσουν. Και είναι άξιοι μόνο όποιοι κάνουν το σώμα τους μουσικό όργανο και το μυαλό και την καρδιά τους χορδές του. Όποιοι μπορούν να οδηγηθούν σε έκσταση διακρίνοντας τα Μεγάλα μέσα στα Μικρά και όποιοι μπορούν να φωνάξουν “εγώ” σκύβοντας ταυτόχρονα το κεφάλι στο “Αυτό”. Σ’ αυτούς ανήκει το τραγούδι μου και γι αυτούς υπάρχω. Γύρνα τώρα εκεί που ήσουνα. Και προσπάθησε να δώσεις και στους άλλους να καταλάβουν αυτά που είδες κι άκουσες». Έφευγε.... «Κι αν επιμένεις να μάθεις τ’ όνομά μου έχω μερικά κοινά σ’ όλη την οικουμένη και σ’ όλες τις γλώσσες: Πάθος με λένε κι Αγωνία και Μεράκι και Έρωτα.... Γειά σου!....”

Τίναξα το κεφάλι μου. Μπροστά μου ήταν ακόμη το παλιό περιοδικό. Το έκλεισα και άρπαξα το ντέφι μου. Άρχιζα να παίζω το ρυθμό εκείνου και να τραγουδάω το τραγούδι του!
“Όποιος ψηλά δεν πέταξε δεν ξέρει τί’ ναι κάστρο
κι όποιος το φώς δεν άγγιξε ποτέ δε γίνετ’ άστρο”

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!