Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Λόγος για την ομορφιά...

[Κείμενο που έστειλα στο Blog της Λουκίας Ρικάκη για την ταινία "You, my mirror"]

Αν είν’ η μέρα όμορφη την κάνει το σκοτίδι
κι αν έχει αξία η ζωή ο θάνατος τη δίδει

Αισθήσεις σαν κι αυτές που πηγάζουν από τους παραπάνω στίχους είναι που συνθέτουν την δική μου ομορφιά! Μια ομορφιά που, πολλές φορές, βρίσκεται κρυμένη μέσα στη σιωπή, τη λήθη και τη μοναξιά των ανθρώπων που την φέρουν. Που όμως αρκεί το άγγιγμα ενός ‘μαγικού ραβδιού’ για να ξεχυθεί κοχλάζοντας στην επιφάνεια και να γίνει ποίηση, μουσική, συγκίνηση, αναπόληση, κλάμα, λύτρωση...

Μέσα από την έρευνά μου (είμαι εθνομουσικολόγος) έχω πολλές φορές αξιωθεί να δω αυτό το ‘μαγικό ραβδί’ και να γίνω κοινωνός με ό,τι πιο όμορφο έχει να προσφέρει ένας άνθρωπος. Την έκσταση του γλεντιού! Εγώ, ένας άγνωστος, να γίνομαι ομοτράπεζος και να παρακολουθώ το τελετουργικό του γλεντιού: μια πορεία δυναμική, με τους δικούς της κώδικες κάθε φορά. Κάτι σαν τη συζήτηση ή, καλύτερα, σαν την ερωτική πράξη. Με το παιχνίδισμα των συμμετεχόντων και με τις στιγμές της αμηχανίας να δίνουν τη θέση τους σε στιγμές κλιμακούμενης έντασης. Οι συμμετέχοντες σιγά-σιγά ανεβαίνουν... σαν να σκαρφαλώνουν ένα βράχο όλοι μαζί και να κρατά ο ένας τον άλλον από το χέρι για να μην πέσει ή να μη λιποψυχήσει... Και ν’ ανεβαίνουν... και όλο ν’ ανεβαίνουν... Και τότε, ένας–ένας, ή και όλοι μαζί, να βιώνουν αυτήν την οργασμική μέθεξη. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Ή το βιώνεις, ή δεν το βιώνεις! Σαν να παγώνει ο χρόνος, ή μάλλον σαν να παγώνεις εσύ τον χρόνο και να κρατάς μέσα σου από τον άλλον αυτήν την ύψιστη στιγμή της κοινής σας έκστασης, σαν κάθετι άλλο να είναι περιττό για να τον θυμάσαι έκτοτε! Τότε, και μόνον τότε, μπορείς να καταλάβεις πράγματα δυσδιάκριτα στον αμύητο: τον σεβασμό που ο εβδομηναπεντάχρονος Βάιος δείχνει προς τον ογδοντάχρονο Βασίλη, την ένταση του ενενηνταπεντάχρονου γερο-βιολιτζή που δεν μπορεί να περπατήσει, κι όμως χορεύει, τραγουδώντας αμανέδες στη φωτογραφία της μακαρίτισσας γυναίκας του, την ενέργεια στο χέρι του γερο-γκαϊντατζή που σε αρπάζει και σε οδηγεί στο δωμάτιο του σκοτωμένου γιου του... Είναι, κοντολογίς, σαν να πετάς τον εαυτό σου σαν μπαλάκι στον άλλον και να σου το επιστρέφει, αφού πρώτα έχεις καταδυθεί στα σώψυχά του.

Και ύστερα η σιωπή. Μια ανατολή ύστερα από ολονύχτιο γλέντι, ένας καφές, μερικές ματιές ‘συνεννοχής’ την επόμενη ημέρα με την ανάμνηση ακόμη νωπή. Καθένας γυρίζει στον κοσμο του. Εκείνοι στον δικο τους, εσύ στον δικό σου. Κάτι, όμως, μέσα σου σε καίει. Η ομορφιά αυτή είναι πολύ βαριά... Εύχεσαι να είχες σαράντα ζωές για να περιγράφεις αυτά που έχεις βιώσει μέσα σε λίγες μέρες μπας και περισώσεις κάτι από τη μαγεία. Σού ‘ρχεται να αναποδογυρίσεις ένα κασόνι, να ανέβεις πάνω και ν’ αρχίσεις να φωνάζεις “Να η ομορφιά! Κοιτάξτε την! Ανακαλύψτε την! Μην την προσπερνάτε!..”. Γρήγορα, όμως, διαπιστώνεις ότι λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να σε παρακολουθήσουν. Δεν είναι ότι σε περιφρονούν. Απλά, δεν μπορούν πάντα να σε νιώσουν. Άλλωστε, η ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό και έχει χιλιάδες πρόσωπα: από το πιο ‘πλαστικό’ μέχρι το πιο υπερβατικό και εκστατικό. Καθένας κυνηγά την ομορφιά που μπορεί να σηκώσει. Έτσι, έχει την ομορφιά που του αξίζει!..

Κάπου μέσα μου έχω ένα σακούλι που αποθηκεύω όλες αυτές τις ομορφιές. Σε στιγμές ενδοσκόπησης, περισυλλογής, προβληματισμού, αυτές είναι που μου χαράζουν την πορεία. Αυτές είναι που μου δίνουν καθαρή σκέψη και σταθερά βήματα. Είναι ο θησαυρός μου! Είναι κάτι που δεν μεταβιβάζεται. Απλά, μοιράζεται...

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Το πρώτο ταξίδι ως -επιτέλους- Διδάκτορας...

Τετάρτη, 20 Ιουνίου 2007.

Η ώρα είναι 22:10, ώρα Γερμανίας, απ’ όπου έχω ξεκινήσει, 23:10 ώρα Ελλάδας και 21:10 ώρα Αγγλίας, εκεί που πηγαίνω. Αυτή τη στιγμή που γράφω κάνω κάτι το οποίο είχα ονειρευτεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Βρίσκομαι στο κάθισμα ενός αεροπλάνου, γράφοντας στον Apple υπολογιστή που ονειρευόμουνα να αποκτήσω χρόνια ολόκληρα, και που κάθε τόσο έμπαινα στο site της Apple για να δω: τι έγινε... βγήκε το καινούριο μοντέλο; Δε βγήκε; Πότε είναι η πιο κατάλληλη χρονική συγκυρία να αγοράσω... Και πόσο ν’ αντέξει κανείς... Για να μην τα πολυλογώ, τον αγόρασα στις 15 Δεκεμβρίου, ως δώρο για το Διδακτορικό μου που είχε ήδη δρομολογηθεί και που περίμενα, κάποια στιγμή τον επόμενο καιρό, να υποστηριχθεί. Ξέχασα να αναφέρω ότι κάθομαι στο αριστερό παράθυρο. Κάτω μου, στο φως του σούρουπου, βλέπω τα σύννεφα σα μπαμπάκια... καταπληκτικό συναίσθημα! Πριν από λίγο έβλεπα τη Φρανκφούρτη, να είναι ρυμοτομημένη συνοικίες-συνοικίες, ανάμεσα σε τεράστιες εκτάσεις δάσους. Πώς είναι η Αθήνα; Καμία σχέση!..

Τον τελευταίο καιρό με το διδακτορικό μου με είχε πιάσει το ‘σύνδρομο της κουράδας’. Που σημαίνει ότι το σφίξιμο τόσων χρόνων είχε επιτέλους αποδώσει καρπούς. Η διαδικασία είχε πλέον δρομολογηθεί. Απέμενε να φύγει η κουράδα από πάνω μου και να ακουστεί, μετα το λυτρωτικό “ααααχ”, το “πλουπ” μέσα στη λεκάνη...

Πετάμε πάνω από τη Μάγχη. Πριν λίγο είδα μια ατέλειωτη παραλία. Άραγε, εκεί να έγινε η Απόβαση της Νορμανδίας; Πόσα κορμάκια να έπεσαν εκεί άραγε;.. Ακόμη θυμάμαι αυτές τις συγκλονιστικές σκηνές μάχης από τη “Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν”. Τώρα, εγώ συνταξιδεύω με τους απόγονους όσων έκαναν την Απόβαση και όσων αμύνθηκαν. Η γραμμή του ορίζοντα είναι κόκκινη. Το φτερό του αεροπλάνου λίγο γέρνει, λίγο επιστρέφει στη θέση του, η διπλανή μου ξύπνησε από τον υπνάκο της και συνεχίζει την εφημερίδα της κι εγώ θυμάμαι και σημειώνω στα πεταχτά ό,τι με οδήγησε εδώ που είμαι τώρα.

Είναι αλήθεια ότι ο τελευταίος καιρός ήταν ιδιαίτερα πιεστικός για μένα. Ήταν η υποστήριξη, με το απίστευτο τρέξιμο της τελευταίας στιγμής για ψιλοδιορθώσεις, φωτοτυπίες κλπ. Θυμήθηκα τον πατέρα μου, όταν φόρτωνε το γκολφάκι του, για να πάμε στη Δαμάστα το καλοκαίρι. Με ακρίβεια χιλιοστού έχτιζε κάθε λογής απίστευτο μπαγκάζι στο αμάξι. Δεν χανόταν ούτε κυβικό εκατοστό!.. Ωστόσο, έτρεμε τα πράγματα της τελευταίας στιγμής. Έτσι κι εγώ. Λίγο κάτι φωτογραφίες, λίγο κάτι πίνακες, λίγο κάτι ψιλοαλλαγές, τράβηξα το άγχος της αρκούδας. Και σα να μην έφτανε αυτό, είχα και δύο papers να τρέχουν: το ένα, το πιο πιεστικό, ήταν για την Εσθονία, για το CIM07 που θα πάμε με τον Τάκη τον Τζεβελέκο. Έπρεπε, άκουσον άκουσον, 30 Μαϊου να έχουμε στείλει το paper. Ζήτησα και πήρα παράταση δέκα ημερών. Ουσιαστικά, θα έπρεπε να το στείλουμε την παραμονή της υποστήριξής μου. Αποτέλεσμα: τις τρεις τελευταίες ημέρες (μια που είμαστε και οι δυο της τελευταίας στιγμής...) δουλεύαμε από τις 10 το πρωί ως τις 3 τα ξημερώματα συνεχώς. Τα είχαμε παίξει!!! Είχα αφήσει κατά μέρους το διδακτορικό και ασχολιόμουνα με το paper της Εσθονίας. Ώσπου ξημερώνει ο Θεός τη Δευτέρα. Ο Τάκης είχε βάλει το ξυπνητήρι στις 5 το πρωί, για να δουλέψει, λέει, μετά από μόλις μια ώρα ύπνο. Έπεσε κάτω... Συνέχισε να το σουλουπώνει στη δουλειά του με φρενήρεις ρυθμούς. Ώσπου, γύρω στις 12, σκάει ένα email από Εσθονία: “Ξέρετε, δεν θα βγάλουμε CD με τα πρακτικά, οπότε μην αγχώνεστε, στείλτε το στις 30 Ιουνίου. Παίρνω τον Τάκη κατευθείαν. “Κάθεσαι”; “Κάθομαι”. “Πάρε μια ανάσα”. Παίρνει μια ανάσα. “Το και το”. Ακούστηκε ένα “ουυυυυφ” που ακόμη το θυμάμαι. Έτσι, είχα την ευκαιρία να χαλαρώσω, να ηρεμήσω και να πάω στην υποστήριξη.

[...]

Τώρα στην Ελλάδα είναι μεσάνυχτα. Εδώ, ωστόσο, έχει ακόμα ένα κοκκινωπό φως στον ορίζοντα. Η Λένα τώρα θα κοιμάται, το ίδιο και ο Νικόλας. Τώρα τελευταία δεν κοιμάται το μεσημέρι. Αυτό σημαίνει απίστευτο εκνευρισμό γι’ αυτόν και απίστευτη εξάντληση για τη Λένα. Ήταν να έρθει και αυτή μαζί μου. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αφήσει τον Νικόλα για τόσες ημέρες!.. Έτσι, κάνω μόνος μου αυτό το ταξίδι. Μου λείπει αφάνταστα!.. Ίσως, όμως, να είναι καλύτερα έτσι. Ίσως να πρέπει να ηρεμήσω λίγο από την πίεση του διδακτορικού. Να περπατήσω, να γνωρίσω κόσμο, να κάνω τις επαφές μου, να βουτήξω μέσα στη θάλασσα, να κολυμπήσω με όλη τη μανία που πηγάζει από τη συσσωρευμένη πίεση των τελευταίων χρόνων και να βγώ στην αντίπερα όχθη εξαντλημένος, αλλά θεραπευμένος!..

Αισθάνομαι σαν να γυρίζω σελίδα με αυτό μου το ταξίδι. Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Λίγες μέρες πριν, είχα την αίσθηση ότι όλη μου τη ζωή ήμουνα υποψήφιος διδάκτορας. Στο βλέμμα όλων έβλεπα τη συγκατάβαση: “άντε, γιατί δεν τελειώνεις”. Αυτό έπαψε πια να είναι εμπόδιο για μένα. Πρέπει να το συνειδητοποιήσω!.. Όπως μου έλεγε και ένας φίλος μου, “τα καλύτερα έρχονται”. Μακάρι να είναι έτσι. Τύπωσα, μάλιστα, και καρτούλες, για να έχω για τις επαφές μου τόσο στη Σκοτία, όσο και στην Εσθονία. Είναι στα αγγλικά. Το “Dr. Haris Sarris” που γράφουν πάνω ομολογώ ότι με ξενίζει. Δεν κρύβει πίσω του έπαρση, αλήθεια λέω. Κρύβει, απλά, μια ιδιότητα που έφτυσα αίμα για να κατακτήσω.

Τον τελευταίο καιρό ηχεί στα αφτιά μου μια καταπληκτική καρπάθικη μαντινάδα.

Πόσες φορές μεσάνυχτα και νύχτες επερπάτου
πόσες φορές η αστραπή μού ‘δινε φως κι επάτου

Αυτή η μαντινάδα λες και βγήκε για μένα, για να περιγράψει την περιπέτειά μου με το διδακτορικό. Αισθάνομαι σαν να έσκαψα ένα τούνελ με τα νύχια και να βγήκα στο φως! Ο κόσμος, όμως, έχει προχωρήσει κι εγώ ψάχνομαι για να προσανατολιστώ. Βγήκα σοφότερος από αυτό το τούνελ, δε λέω. Όμως, είμαι στο σημείο μηδέν! Επαγγελματικά δεν έχω τίποτα στα χέρια μου, παρεκτός τη συνεργασία μου με το Hitech. Μας τσάκισαν τα έξοδα για τα δύο ταξίδια μου, στη Σκοτία και στην Εσθονία. Η Λένα, πάντως, ήταν απόλυτη! Επέμενε να πάω και στα δύο. Ήθελε, από τη μια, να γνωρίσω κόσμο και από την άλλη να ξεφύγω λίγο από την πίεση του διδακτορικού, να ηρεμήσω και να χαλαρώσω. Αχ βρε Λένα...

Σε αυτό το σημείο σταματάω. Ετοιμαζόμαστε για προσγείωση στο Εδιμβούργο.

Στο Εθνικό Μουσείο της Σκοτίας
Πέμπτη, 20 Ιουνίου.

Ξύπνησα πολύ πρωί, γύρω στις 6. Από το δωμάτιό μου φαινόταν ένας καταπληκτικός κήπος με γκαζόν, λουλούδια, δέντρα... Μια και δυο, γύρω στις 7:30 πήγα για πρωινό. Μπουφές. Αφθονία. Ήμουνα έτοιμος για την πρώτη μου βόλτα στην πόλη. Μια αναγκαία αναζήτηση στο ίντερνετ για το πού θα πάω, ερώτηση στον θυρωρό για το ποιο λεωφορείο να πάρω, απάντηση με βαριά σκοτσέζικη προφορά...

Βρέθηκα να περιπλανιέμαι, κουβαλώντας τη θεόβαρη τσάντα μου με τον mac μέσα. Αισθανόμουνα περίεργα. Γύρω μου ένα μουντό τοπίο, με την ομίχλη να σκεπάζει τα πάντα, κάνοντάς τα να εξαϋλώνονται. Ψηλά κτήρια με μυτερές στέγες και χοντρούς πέτρινους τοίχους να στέκονται καμαρωτά σε πλατείς δρόμους, σε μια πόλη μικρή για τα δεδομένα της Αθήνας, η οποία, όμως, σέβεται την ανθρώπινη κλίμακα. Ένας καπουτσίνο σ’ ένα εμπορικό κέντρο, ως έναρξη της “τελετής” του ταξιδιού. Ατελείωτη περιπλάνηση σε δρόμους, πλατείες, πάρκα. Έφτασα και μέχρι το κάστρο. Δεν ανέβηκα, όμως, μέχρι πάνω-πάνω. Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Έτσι, είπα να επισκεφτώ το Εθνικό Μουσείο της Σκοτίας.

Μπαίνω μέσα και πρώτη μου ερώτηση, θες από κεκτημένη ταχύτητα, θες από εγαγγελματική διαστροφή, ήταν “πού έχει γκάιντες”. Μου είπαν στον 5ο όροφο. Ευτυχώς, είδα μια ταμπέλα για ξεναγήσεις, οι οποίες γίνονταν σχεδόν κάθε μια ώρα. Έκανα μια βόλτα, έβγαλα φωτογραφίες και στις 11:30 ήμουνα στο σημείο συνάντησης. Ξεναγός μας ένας εξηντάρης, με πολύ καλό στήσιμο, σχεδόν ηθοποιού. Πρώτα μας πήγε στο υπόγειο. Πρώτη στάση: μια ΠΕΤΡΑ. Ένας γρανίτης, ο οποίος αποδεικνύει ότι η Σκοτία ανήκει στην Αμερική, αλλά με τον καιρό, με τη μετακίνηση των τεκτονικών πλακών, ήρθε και προσκολλήθηκε στην Αγγλία. Πρώτη κρούση... Στη συνέχεια, μας ξενάγησε στα προϊστορικά ευρήματα. Μια σειρά από τεράστια, σύγχρονης τεχνοτροπίας μαντεμένια αγάλματα ήταν σε παράταξη. Ενσωματωμένα στα χέρια τους, στο στήθος τους, στα αφτιά τους, ανάλογα, είχαν μικρές βιτρινούλες, όπου βρίσκονταν κάποια μεμονωμένα αντικείμενα: ένα βραχιολάκι, ένα σκουλαρίκι... Κορυφαίο αντικείμενο, ένα κολιέ από σφυρήλατο χρυσό, για το οποίο μας μίλαγε δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα. “Απόδειξη ότι δεν ήταν βάρβαροι αυτοί που το κατασκεύασαν”... Δεύτερη κρούση. Δεν αμφιβάλλω για τη συναισθηματική αξία αυτού του ευρήματος. Πάντως, σίγουρα θα πέρναγε απαρατήρητο ακόμη και στο τελευταίο ανθυπομουσείο της Ελλάδας!.. Εκεί, ωστόσο, το είχαν ως κόρη οφθαλμού. Κι επειδή δεν τους έβγαιναν τα ευρήματα, έπρεπε να βρουν τρόπο να παρουσιάσουν αυτά τα λίγα που είχαν. Και τον βρήκαν. Τα ενέταξαν σε έργα σύγχρονης γλυπτικής!..

Στο ίδιο επίπεδο βρίσκονταν και κάτι (λίγες) αρχαίες πέτρινες ανάγλυφες παραστάσεις από κάποιες αρχαίες φυλές της περιοχής. Ξανά το ίδιο σκηνικό: μια γυναίκα κάθεται πάνω σε άλογο, σαν να πηγαίνει σε πόλεμο. “Για να φτάσουν να κάνουν τέτοια πράγματα δεν ήταν βάρβαροι”. Το ίδιο σκηνικό και στα ρωμαϊκής εποχής ευρήματα. Ένα πέτρινο λιοντάρι, φαγωμένο από τον καιρό, που μαρτυρούσε τον τάφο κάποιου επιφανούς Ρωμαίου. Αυτός που το βρήκε, πριν λίγα μόλις χρόνια, πήρε ένα αστρονομικότατο ποσο. Σε αντίθεση με κάποιον άλλο, που βρήκε πριν εκατό περίπου χρόνια κάτι κοκκάλινα ανθρωπάκια, πιόνια σκακιού, κάποια από τα οποία κατέληξαν στο μουσείο του Λονδίνου και πρόσφατα για να τα δανείσουν, ως εγγύηση, ζήτησαν το βάρος τους σε διαμάντια...

Η περιπλάνηση συνεχίστηκε μέσα από τη νεότερη ιστορία. Έκανε ειδική μνεία σ’ ένα –ιστορικό γι’ αυτούς- αντικείενο: ένα ασημένιο σετ πικ-νικ, αποτελούμενο από ποτήρι, πηρούνι, κουτάλι, μαχαίρι και διάφορες τέτοιες αηδίες, το οποίο ανήκε στον τάδε πρίγκηπα κλπ. Το αγοράσαν αντί ενός μυθικού ποσού, το οποίο, και μόνο να το προφέρεις, σε πιάνει λιποθυμία!.. Ενδιαφέρον είχε η αίθουσα που ήταν αφιερωμένη στην βιομηχανική επανάσταση. Με αργαλειούς, τεράστιες αντλίες νερού, λέβητες... Η ξενάγηση τελείωσε με μια βόλτα στην ταράτσα, υποτίθεται για να δούμε την πόλη, η οποία, ωστόσο, μας κρυβόταν μέσα στην ομίχλη. Γύρω –γύρω παρτέρια με κάθε λογής φυτά από όλη τη Σκοτία. Ταπεινά χορταράκια τα περισσότερα, αποκτούσαν άλλη διάσταση με τις καρτελίτσες που έγραφαν το τοπικό και το επιστημονικό τους όνομα. Ένας χάρτης να οδηγεί τον επισκέπτη από παρτέρι σε παρτέρι, ανάλογα με τα είδη. Πολύ έξυπνη ιδέα. Δεν μπορώ να φανταστώ την ταράτσα του Μουσείου Μπενάκη γεμάτη με ασπαλάθους, αγκαραθιές, αστιβίδες και φασκομηλιές... Πάντως, πρόκειται για τελείως παλαβό μουσείο. Δεν μπορείς να πεις ότι έχει μια φυσιογνωμία. Αντίθετα, αποτελείται από διάφορες συλλογές, άσχετες μεταξύ τους. Πέρα από τα ιστορικά που ανέφερα παραπάνω, έχουν ειδικό τομέα με την αναδρομή του 20ου αιώνα, μέσα από κομβικά τεχνολογικά επιτεύγματα: το mini cooper δίπλα στον φωνόγραφο και έναν παλαιό υπολογιστή amstrad, κουζίνες... Όλα άψογα τοποθετημένα, σε ειδικές βιτρίνες, ακολουθώντας μια πολύ έξυπνη λογική. Και για να δείξουμε ότι είμαστε παρόντες στις σύγχρονες εξελίξεις, σε ειδική βιτρίνα το βαλσαμωμένο σώμα της Ντόλι, του πρώτου κλωνοποιημένου προβάτου να περιστρέφεται συνεχώς γύρω από τον εαυτό του, ώστε ο επισκέπτης να το βλέπει απ’ όλες τις μεριές.

Βγαίνοντας από το Μουσείο δεν μπόρεσα να αποφύγω κάποιες σκέψεις. Θυμήθηκα τα λόγια του Δημήτρη Λέκκα, σε μια κουβέντα που είχαμε στην Καστοριά: “Ο καλύτερος τρόπος για να δεις συγκεντρωμένη την εθνική ιδεολογία μιας χώρας είναι να επισκεφτείς το μουσείο της”. Καθόλη τη διάρκεια της ξενάγησης, πέρα από το είδος των εκθεμάτων, τη σπουδαιότητά τους, την περίοδο, ηχούσε συνεχώς, κάτι σαν τον ισοκράτη της γκάιντας, το ακόλουθο μοτίβο: “Αυτοί ήταν οι πρόγονοί μας, οι οποίοι δεν είχαν σχέση με τους Άγγλους. Δεν ήταν βάρβαροι, έτσι τους παρουσίαζαν οι εκάστοτε κατακτητές. Σκοτσέζοι είναι σε όλον τον κόσμο, πολύ περισσότεροι απ’ όσοι είναι στη Σκοτία. Και μολονότι συνέβαλαν καθοριστικά στο στήσιμο της δημοκρατίας στην Αμερική, πριν διακόσια-τόσα χρόνια, η χώρα μας μόλις πριν 8 χρόνια απέκτησε δικό της κοινοβούλιο και υπάρχει συζήτηση για ανεξαρτησία, επιτέλους!”

Με τις σκέψεις αυτές συνέχισα τη βόλτα μου. Πήγα σ’ ένα μαγαζί με όργανα. Αγόρασα ένα practice chanter, δύο tin whistles, ένα βιβλίο, δύο αγαλματάκια με γκαϊντατζήδες. Τσίπησα κάτι. Νωρίς το απόγευμα γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου. Έκανα πρόβα στο paper, διαβάζοντας παράγραφο-παράγραφο, κατόπιν σελίδα-σελίδα, κατόπιν όλο... τρεις ώρες γεμάτες. Έπεσα για ύπνο εξαντλημένος.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Konkombe

Hitech, Ιούλιος 2004

Konkombe: The Nigerian Pop Music Scene
Σκηνοθεσία: Jeremy Marre
Εικόνα: 4/3
Ήχος: Αγγλικά, stereo
2000 Shanachie Entertainment Corp. 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 60 λεπτά.

Από πού πηγάζουν όλα τα ακούσματα της «Αφρο-ποπ» σκηνής που έχουν κατακτήσει το δυτικό κοινό; Πού στηρίζεται η τάση του world beat; Και πώς ο δυτικός ήχος «μπολιάζει» τη μουσική σκηνή μιας χώρας με μια ιστορία ταραγμένη από την αποικιοκρατία, τους εμφυλίους πολέμους και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα;

Όλα τα παραπάνω θέματα τα διαπραγματεύεται ο Βρετανός σκηνοθέτης Jeremy Marre στην ταινία του “Konkombe”, η οποία είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα της ποπ μουσικής της Νιγηρίας. Το DVD αυτό είναι ένα μουσικό οδοιπορικό, εμπλουτισμένο με ιστορικά και εθνογραφικά στοιχεία, καλύπτοντας το πέρασμα από τον παραδοσιακό ήχο έως την εξηλεκτρισμένη μουσική σκηνή…

Μια γεύση από το μουσικό υπόστρωμα της χώρας μπορείτε να πάρετε παρακολουθώντας έναν τυφλό βάρδο να τραγουδά στους δρόμους της πρωτεύουσας, συνοδεύοντας το τραγούδι του μ’ ένα ντέφι, σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Ή, ακόμη, μέσω τριών μουσικών που συνοδεύουν το τραγούδι τους μ’ ένα πρωτόγονο λαούτο.

Από ‘κει και πέρα, οι μουσικές αυτές μετασχηματίζονται με την προσθήκη δυτικών οργάνων. Ο προσεκτικός ακροατής μπορεί να παρατηρήσει την «ειδική» χρήση οργάνων όπως η ηλεκτρική κιθάρα, μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τα πρωτόγονα λαούτα. Από την άλλη, βλέπει την τάση για εισαγωγή της δυτικής αρμονίας τόσο μέσω οργάνων όπως το ακορντεόν, όσο και μέσα από το πολυφωνικό τραγούδι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένας ιερέας, που έχει γράψει πολλούς ύμνους, οι οποίοι έχουν κρατήσει την αίσθηση του ρυθμού από το μουσικό περιβάλλον της Νιγηρίας, αλλά κινούνται στη δυτική μουσική γλώσσα.

Η επίδραση της Δύσης, ωστόσο, δεν είναι μόνο σε μουσικό αλλά και σημειολογικό επίπεδο. Η εικόνα του συγκροτήματος με τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα μπάσα στη σκηνή αντιγράφεται σε όλα τα επίπεδα: από τα τραγούδια με έντονο πολιτικό μήνυμα, που απευθύνονται στις μάζες έως τους επίσημους μουσικούς – διασκεδαστές του τοπικού βασιλιά, που αναδίδουν μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα.

Αυτά και άλλα πολλά μπορείτε να βρείτε σ’ αυτό το ενδιαφέρον DVD. Ήχοι που, αν προσέξετε, «κάτι σας θυμίζουν». Πολλά, άλλωστε, από τα καραβάνια των σκλάβων που οδηγήθηκαν στην Αφρική προέρχονταν από τη Νιγηρία. Και ο ήχος τους, σιγά – σιγά, έθεσε τα θεμέλια για το μπλουζ και την τζαζ αλλά και τη σάμπα!..

Μια ταινία που αξίζει να δείτε, με την κινηματογραφική γλώσσα να μας ξεναγεί σε μουσικές και αισθήσεις!..

*****

Fela Kuti: “Music is the weapon”

Hitech, Μάιος 2005

Fela Kuti: “Music is the weapon”
Σκηνοθεσία: Stéphene Tchal-Gadjieff & Jean Jacques Flori
Γλώσσα: αγγλικά, γαλλικά
Εικόνα: 4/3
Ήχος: PCM stereo
2002, Universal, 1 DVD, περιοχής 2
Διάρκεια: 53 λεπτά

Όταν η μουσική γίνεται φωνή διαμαρτυρίας, εργαλείο ταυτότητας, σύμβολο υπερηφάνειας αλλά και μέσο για τον αυτοσεβασμό…

Όλες αυτές οι δυνάμεις της μουσικές ξεπροβάλλουν μέσα από το μουσικό ντοκιμαντέρ – αφιέρωμα στον Fela Kuti, μια θρυλική φιγούρα της μουσικής σκηνής της Νιγηρίας. Μια μορφή που ενσαρκώνει συμβολικά τους αγώνες, τις αγωνίες, τα αδιέξοδα και τις αναζητήσεις ενός ολόκληρου κόσμου. Πρόκειται για τον μουσικό που θεμελίωσε το ρεύμα του “afrobeat”, όπου στοιχεία από τις λαϊκές μουσικές της Αφρικής πλέκονται με τον σύγχρονο δυτικό ήχο. Ο ηλεκτρικός ήχος συναντά τα κρουστά και ο ρυθμός δίνει κάτι από την έντασή του στα αιχμηρά μηνύματα των στίχων.

Σίγουρα, ούτε η προσωπικότητα του Fela, ούτε η συγκυρία ήταν τυχαία για τον δρόμο που ακολούθησε. Γεννημένος στα τέλη του ’30, βίωσε πολύ έντονα τη μετάβαση από το αποικιακό καθεστώς στα κράτη – μαριονέτες και από ‘κει στους πολύχρονους και πολύνεκρους εμφυλίους που ταλάνισαν και ταλανίζουν όχι μόνον τη Νιγηρία, αλλά και ολόκληρη την Αφρική. Είχε την τύχη να σπουδάσει στο εξωτερικό. Έτσι, έζησε στην Αγγλία στα χρόνια του ’60, βιώνοντας την μουσική άνθιση των ημερών. Καταλυτική, ωστόσο, υπήρξε η εμπειρία της Αμερικής, όπου έζησε για δέκα περίπου μήνες. Ήταν τότε που «επαν-ανακάλυψε» την Αφρική, μέσα από τους αγώνες των μαύρων της Αμερικής. Η παρουσία του εκεί συνέπεσε με την ταραγμένη εποχή της δολοφονίας του Martin Luther King.

Η ταινία γυρίστηκε το 1982 (κυκλοφόρησε σε DVD το 2002), όταν ο Fela Kuti ήταν στο απόγειο της δόξας του, ύστερα από μια ακόμη επώδυνη περιπέτειά του με τις αρχές της Νιγηρίας. Άλλωστε, ο πολιτικός του λόγος, που έκανε για πρώτη φορά λόγο για τη δημοκρατία και αυτοδιάθεση πάντοτε ενοχλούσε… Η μουσική του (αποτυπωμένη στο θρυλικό club “Shrine” που ίδρυσε, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας) πλέκεται με τον λόγο του. Μιλά για τη μουσική, την πολιτική, το όραμα του παναφρικανισμού τη θρησκεία. Όλα αυτά, ενώ ο θεατής βλέπει σκηνές από τη Νιγηρία των αντιθέσεων. Από τη μια η δυτικού τύπου αστική ζώνη (μια και η Νιγηρία είναι η τέταρτη χώρα σε παραγωγή πετρελαίου παγκοσμίως…) και από την άλλη οι ατελείωτες εξαθλιωμένες παραγκουπόλεις.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο Fela Kuti να τραγουδά και να προσφέρει το όραμα ενός καλύτερου αύριο. Ένα όραμα που συνεχίζει σήμερα ο γιος του, Femi, ύστερα από τον θάνατό του. Έναν θάνατο που οφείλεται σε άλλη μια πληγή που ταλανίζει την Αφρική: το AIDS.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ταινία είναι ιδιαίτερα προσεγμένη από αφηγηματικής σκοπιάς. Ισορροπεί με ακρίβεια ανάμεσα στη μουσική και στα πολιτικο – κοινωνικά συμφραζόμενα, με άξονα τον βιογραφούμενο μουσικό. Η χαμηλότερη από τα σημερινά στάνταρ ποιότητα της εικόνας ίσως απογοητεύσει κάποιους. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι η ταινία αξίζει αυτόν τον «συμβιβασμό».

Ένα γοητευτικό πορτρέτο του πατριάρχη της afrobeat σκηνής, που προτείνουμε σε όλους!

*****

Mandekalou

Hitech, Μάιος 2006

Mandekalou: The art and soul of the Mande griots
Σκηνοθεσία: Lionel Guedj
Γλώσσα: γαλλικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Εικόνα: 16/9
Ήχος: dolby stereo
2005, Syllart Productions, 1 DVD, περιοχής 2
Διάρκεια: 48 λεπτά

Στα βήματα των ραψωδών της Δυτικής Αφρικής
Ένα μουσικό DVD αφιερωμένο στους επιγόνους των ραψωδών της Δυτικής Αφρικής, που ακολουθούν τα χνάρια των προγόνων τους μέσα σ’ ένα μετααποικιακό περιβάλλον.

Πού τελειώνει το χθες; Πού οδηγεί το σήμερα; Και πώς οι ήχοι των προγόνων διεκδικούν μια θέση στο σύγχρονο, μετααποικιακό περιβάλλον αλλά και στη διεθνή μουσική σκηνή;

Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα προκύπτουν μέσα από αυτό το μουσικό οδοιπορικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στους Mande «ραψωδούς» της Δυτικής Αφρικής. Πρόκειται για τραγουδιστές και μουσικούς οι οποίοι –στην κυριολεξία– ήταν οι «κινητές βιβλιοθήκες» και τα «κινητά αρχεία» της περιοχής. Σε αυτές τις κοινωνίες της προφορικής παράδοσης, αυτοί οι «ραψωδοί» (απόδοση της αγγλικής ονομασίας “griot”) μεταφέρουν μύθους, αφηγηματικές μπαλάντες, γενεαλογίες, θρύλους, παραδόσεις. Είναι οι «πνευματικοί ταγοί» ολόκληρων περιοχών, οι μαντατοφόροι και οι διαμεσολαβητές. Απαραίτητοι στις τελετουργίες αλλά και πολύτιμοι σε διενέξεις και εχθροπραξίες. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μαύροι της Αμερικής κατόρθωσαν να βρουν στοιχεία για τους Αφρικανούς προγόνους τους χάρις στους θησαυρούς της προφορικής παράδοσης που είναι χαραγμένοι στη μνήμη αυτών των ραψωδών…

Ο όρος mande αφορά μια ομάδα γλωσσών, οι οποίες ομιλούνται από έναν μεγάλο αριθμό εθνοτικών ομάδων της Δυτικής Αφρικής. Κοιτίδα τους η Αυτοκρατορία του Μαλί, η οποία ήκμασε από τον 13ο ως τον 18ο περίπου αιώνα, την εποχή της αποικιοκρατίας. Οι ομάδες αυτές είναι εγκατεστημένες σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή, με επίκεντρο τη Μπαμάκο και τη Κουρούσα, και εκτείνονται σε γειτονικές χώρες όπως η Μπουργκίνα Φάσο, η Σενεγάλη, η Γκάμπια, η Γουινέα, η Σιέρα Λεόνε, η Λιβερία, η Ακτή του Ελεφαντοστού, και η Γκάνα.

Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό DVD μας ξεναγεί στη σημερινή εκδοχή του παλαιού αυτού ρεπερτορίου, το οποίο αναζητά τη θέση του στο σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο μουσικό γίγνεσθαι. Με τα πρώτα κομμάτια της ταινίας ο θεατής διαπιστώνει ότι έχει να κάνει με ακούσματα οικεία μέσω της έθνικ δισκογραφίας. Βελούδινα ηχοχρώματα από κιθάρα, αφρικάνικη άρπα cora ή άλλα έγχορδα, τα οποία εντάσσονται σε λιτές ενορχηστρώσεις. Οι μελωδικές γραμμές είναι ιδιαίτερα εκφραστικές και κινούνται σ’ ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο, το οποίο ορίζεται από τον ρυθμό, τις κλίμακες και τα μελωδικά σχήματα. Πρόκειται για μια μουσική φτιαγμένη από ιδιαίτερα λιτά υλικά, σχεδόν μινιμαλιστική, που όμως σου υποβάλλει τη μαγεία και τη ιδιαίτερη γοητεία της. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι φωνές, με τα ηχοχρώματά τους να πλέκονται με αυτά των οργάνων.

Ένας άξονας της κινηματογραφικής αφήγησης είναι η παρουσίαση της ηχογράφησης κάποιων κομματιών στο στούντιο, για τις ανάγκες ενός άλμπουμ. Όπου εκεί, ο θεατής μπορεί να δει τους μουσικούς να λειτουργούν όπως οι δυτικοί συνάδελφοί τους, με μικρόφωνα, ακουστικά, τεχνική playback. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου. Γιατί, πίσω από την εικόνα αυτή, ο φακός επιχειρεί να φωτίσει αθέατες πτυχές και παραμέτρους, αναδεικνύοντας την κρυμμένη διάσταση αυτών των μουσικών. Οι απόγονοι των παλαιών «ραψωδών» μιλάνε για τη μουσική τους και τον ιδιαίτερο ρόλο της, παίζουν, τραγουδάνε και διαχειρίζονται το παρελθόν ως στοιχείο ταυτότητας και υπερηφάνειας. Ένα όχημα για το Δυτικό Όνειρο, μέσα σ’ ένα αρκετά θολό μετααποικιακό περιβάλλον… Ιδιαίτερα εύγλωττες είναι οι εικόνες του περιβάλλοντος, οι οποίες σκιαγραφούν ανθρώπους, γιορτές, φτωχογειτονιές, και γενικά σκηνές της καθημερινότητας.

Ο προσεκτικός ακροατής θα παρατηρήσει αυτήν τη μοναδική ζεύξη του παλαιού με το νέο. Την τεχνική και αισθητική της αφρικάνικης cora να μεταλαμπαδεύεται στην κιθάρα. Ακούσματα από τη μπλουζ και τη τζαζ να εμποτίζουν τα κομμάτια με έναν τρόπο φυσιολογικό, μια και τα δύο αυτά είδη υπήρξαν παρακλάδια της ίδιας δυτικοαφρικάνικης μουσικής, τα οποία άνθισαν και κάρπισαν στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Θα παρατηρήσει τις φωνές να έχουν υιοθετήσει ένα βελούδινο ηχόχρωμα, αλλά να εξακολουθούν να κινούνται στα χνάρια του παρελθόντος. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι μια σκηνή όπου μια γυναίκα ξεδιπλώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της τραγουδώντας. Η τεχνική της αφτιασίδωτη, μακριά από την ραφιναρισμένη αισθητική του στούντιο, μας επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, παίρνοντας μια ιδέα για το πώς περίπου λειτουργούσαν οι ραψωδοί του παρελθόντος.

Η εικόνα ακολουθεί και σκιαγραφεί τη ροή των γεγονότων, χωρίς να «σκηνοθετεί» ή να «ωραιοποιεί» το αποτέλεσμα. Η αφήγηση είναι χαλαρή, δίνοντας τον πρώτο λόγο στη μουσική. Ο ήχος είναι άρτιος τεχνικά, τόσο στις στουντιακές ηχογραφήσεις όσο και στις ζωντανές. Η εικόνα, από την άλλη, μεταφέρει κάποιες από τις τεχνικές δυσκολίες που συναντά κανείς σε καταγραφές πεδίου, ιδιαίτερα αν αυτό είναι η Δυτική Αφρική.

Μια ενδιαφέρουσα παραγωγή, με τη μουσική να έχει τον πρώτο λόγο και τον φακό να μας ξεναγεί και να σκιαγραφεί τις εικόνες των ήχων και τους ήχους των εικόνων!..

Africa calling

Hitech, Ιούλιος 2006

Africa Calling: Live 8 at Eden.
Οπτική αποτύπωση: Done & Dusted
Παραγωγή: Ian Stewart
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Hamish Hamilton.
Εικόνα: 16/9 αναμορφική
Ήχος: stereo, Dolby 5.1, DTS 5.1
2005, Warner Music Vision
2 DVD, NTSC 2, 3, 4, 5, διάρκεια: 190 λεπτά
Υπότιτλοι: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά
Πρόσθετες παροχές: ντοκιμαντέρ “Africa Calling at Eden”, 28 λεπτών, παραγωγής BBC.


Τραγουδώντας για την Αφρική
Μια κολοσσιαία συναυλία με 150 καλλιτέχνες από 14 χώρες, που τραγουδούν σε πάνω από 20 γλώσσες

Αλήθεια, τι συνειρμοί έρχονται στο μυαλό του μέσου ανθρώπου όταν σκέφτεται την Αφρική; Οι περισσότεροι ίσως σχετίζονται με εικόνες που δεν τιμούν τον ανθρώπινο πολιτισμό: φτώχεια, εγκατάλειψη, ασθένειες, εμφύλιοι πόλεμοι, εκμετάλλευση φυσικών πόρων από τους «πολιτισμένους» δυτικούς… Σίγουρα, αυτό δεν είναι τυχαίο. Για αιώνες η Αφρική λειτούργησε και λειτουργεί ως πεδίο άντλησης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση του δυτικού πολιτισμού και στην ευημερία του «πρώτου κόσμου». Ο ανθρώπινος παράγοντας πέρναγε σε δεύτερη μοίρα… Η εικόνα αυτή ανέκαθεν προβλημάτιζε. Κατά καιρούς έχουν λάβει χώρα διάφορες πρωτοβουλίες στο πλαίσιο φορέων και οργανισμών, οι οποίοι συσπείρωναν ευαισθητοποιημένους ανθρώπους.

Ένας απ’ αυτούς τους φορείς είναι ο οργανισμός Make Poverty History (ας κάνουμε τη φτώχεια παρελθόν). Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, στις 2 Ιουλίου 2005, έλαβαν χώρα δέκα συναυλίες ταυτόχρονα, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Μια απ’ αυτές, που συνδιοργανώθηκε από την οργάνωση Africa Calling, την Live 8, το The Eden Project και το Womad έγινε στη μαγευτική τοποθεσία The Eden Project της Κορνουάλης, στην Αγγλία. Εκεί συγκεντρώθηκε, κυριολεκτικά, η “dream team” της αφρικάνικης μουσικής σκηνής. Η κολοσσιαία αυτή συναυλία βιντεοσκοπήθηκε και ηχογραφήθηκε με εξαιρετική επιμέλεια και κυκλοφόρησε στο διπλό DVD που σας προτείνουμε για τον μήνα αυτό.

Το πρώτο που κάνει εντύπωση όταν κανείς αρχίσει να βλέπει τα DVD είναι η τοποθεσία. Ένας πραγματικός κήπος της Εδέμ! Δείγματα χλωρίδας απ’ όλα τα μέρη του κόσμου φυτεμένα μέσα σε τεράστια θολωτά θερμοκήπια, τα οποία ξεπροβάλλουν μέσα από καταπράσινους λόφους, όπου φύεται κάθε λογής φυτό που μπορεί να αντέξει στις κλιματολογικές συνθήκες της Αγγλίας. Και μέσα στο τοπίο αυτό, μια πελώρια σκηνή κι ένα πλάτωμα ικανό να χωρέσει χιλιάδες ακροατών. Τα πλάνα από το ελικόπτερο είναι γοητευτικά!.. Οικοδεσπότης ο Peter Gabriel, που ρυθμίζει τη ροή ενός κολοσσιαίου μουσικού υπερθεάματος, όπου λαμβάνουν μέρος εκατόν πενήντα καλλιτέχνες από δεκατέσσερις χώρες, οι οποίοι τραγουδούν σε πάνω από είκοσι γλώσσες! Τα μουσικά δρώμενα είναι μοιρασμένα σε δύο σκηνές: στην μεγάλη, την κεντρική, και σε μια μικρότερη, στημένη μέσα σ’ ένα από τα τεράστια θερμοκήπια. Η εναλλαγή από σκηνή σε σκηνή είναι απαραίτητη, ώστε να υπάρχει συνεχής ροή μουσικής κατά τη διάρκεια που οι τεχνικοί αλλάζουν «στήσιμο» από ομάδα σε ομάδα.

Οι συμμετοχές καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα, από πιο «παραδοσιακές» φόρμες μέχρι χιπ – χοπ. Έτσι, βλέπουμε τραγουδιστές από τη Ζιμπάμπουε να γεφυρώνουν τους ήχους των περιπλανώμενων ραψωδών με αυτούς της τζαζ, μουσικές από τη Σομαλία να μαρτυρούν τη ζεύξη του γηγενούς αφρικάνικου ήχου με την παράδοση του Ισλάμ, ένα συγκρότημα κρουστών από τη Σενεγάλη αλλά και έναν μοναχικό τροβαδούρο με «αφρικάνικο πιάνο». Από την άλλη, ένα σχήμα που τραγουδά πορτογαλέζικα fado, είδος που περιλαμβάνει αφρικάνικα στοιχεία στα «συστατικά» του… Οι εναλλαγές ανάμεσα στην κύρια και τη βοηθητική σκηνή συνεχίζονται, με μια ομάδα γυναικών από τη Νότια Αφρική να τραγουδούν τις χαρακτηριστικές φωνητικές πολυφωνίες τους, συνοδευόμενες από κρουστά και χορεύοντας. Τη σκυτάλη παίρνει ένας τροβαδούρος από την Ουγκάντα, με ένα γοητευτικό μίγμα τοπικού ήχου και μπλουζ. Ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά στιγμή είναι ο χαιρετισμός του Νέλσονα Μαντέλα, που μεταδόθηκε δορυφορικώς από τη Νότια Αφρική, ο οποίος και μεταφέρει το κεντρικό μήνυμα της διοργάνωσης: «όσο η φτώχεια, η αδικία και η ανισότητα εξακολουθούν να υπάρχουν, κανείς δεν έχει δικαίωμα να σιωπά!..»

Τη σκυτάλη παίρνουν μερικές από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της βραδιάς, όπως ο Youssou N’ Dour από τη Σενεγάλη, που, μεταξύ άλλων, τραγουδά το “7 seconds”, μαζί με την Dido, καθώς και η Angelique Kidjo από το Μπενίν, να συμπράττει επί σκηνής με τον Peter Gabriel και να τραγουδούν το “Africa”. Καθώς η νύχτα πέφτει, οι πολύχρωμοι φωτισμοί που αναδύονται από τη σκηνή και μέσα από τα θερμοκήπια δίνουν μια υπερκόσμια λάμψη στο καταπράσινο τοπίο. Είναι η στιγμή που μια ομάδα από νομάδες Tuareng ανεβαίνει επί σκηνής, προσφέροντας στο κοινό τους ένα γοητευτικό αμάλγαμα που ενώνει τους ήχους της ερήμου με τη ροκ. Από την άλλη, μια ομάδα από το Κογκό ακολουθεί μουσικά μονοπάτια που παραπέμπουν στην Κούβα, υπενθυμίζοντάς μας τις καταβολές των ήχων της Καραϊβικής. Ιδιαίτερα γοητευτική στιγμή, τέλος, ένα μικτό σχήμα από την Αλγερία και τη Γαλλία, που παίζουν μια σειρά από βαλσάκια, με βιολί, ακορντεόν και κιθάρα. Η ερμηνεία του τραγουδιστή, που τραγουδά στα αραβικά και τα γαλλικά και παίζει βιολί, σχοινοβατεί μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μας δίνει, έτσι, μια αίσθηση από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα των μεγάλων πόλεων της Ανατολής… Η βραδιά κλείνει με δύο σύγχρονα χιπ – χοπ σχήματα από το Σουδάν και τη Σενεγάλη και έναν καταιγισμό πυροτεχνημάτων.

Όλα αυτά, μέσα από μια σκηνοθετικώς άρτια οπτική αποτύπωση σε κάδρο 16/9, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές κάμερες. Πολύ καλός είναι και ο ήχος, όπου έχετε να επιλέξετε ανάμεσα σε Dolby 5.1, DTS 5.1 και stereo. Παράλληλα, υπάρχουν υπότιτλοι σε έξι γλώσσες (γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά, ιταλικά, πορτογαλέζικα). Στις πρόσθετες παροχές μπορείτε να βρείτε ένα ντοκιμαντέρ τριάντα λεπτών για τη διοργάνωση της συναυλίας και την κοινωνική προσφορά των διοργανωτών στην Αφρική.

Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια πολύ σημαντική έκδοση, που μας προσφέρει ένα πανόραμα της σύγχρονης αφρικάνικης μουσικής σκηνής. Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από μουσικές και καλλιτέχνες που ενώνουν τις φωνές τους και τις αγωνίες τους για το αύριο της Αφρικής. Το μέλλον θα δείξει αν μέσα από πρωτοβουλίες τέτοιου τύπου θα εξασφαλιστεί ένα καλύτερο μέλλον για τη μαύρη ήπειρο ή αν αυτές θα λειτουργούν απλώς για να θεραπεύουν τις ενοχές του πρώτου κόσμου απέναντι στον τρίτο κόσμο… Οι καλλιτέχνες, πάντως, κάνουν αυτό που μπορούν. Τραγουδούν. Αν καθένας μας έκανε αυτό που μπορούσε, σίγουρα, ο κόσμος θα είχε διαφορετική μορφή…

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Μουσικές της Κούβας

Hitech, Δεκέμβριος 2004

Buena Vista Social Club
Σκηνοθεσία: Wim Wenders
Γλώσσα: Ισπανικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Εικόνα: 16/9 fullscreen
Ήχος: Dolby Digital 5.1
1999, ARTISAN, 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 100 λεπτά

Roots of Rhythm
Σκηνοθεσία: Eugene Rosow
Γλώσσα: αγγλικά, ισπανικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Αφήγηση: Harry Belafonte
Εικόνα: 4/3
Ήχος: stereo
1991, Docurama, 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 150 λεπτά

Calle 54
Σκηνοθεσία: Fernando Trueba
Γλώσσα: ισπανικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Συμμετέχουν: Paquito D’ Rivera, Eliane Elias, Chano Dominguez, Jerry Gonzalez, Michel Camilo, Gato Barbieri, Tito Puente, Chucho Valdes, Chico O’ Farrill, Chacho Y Bedo, Patato Y Puntilla, Bebo Y Chucho.
Εικόνα: 16/9
Ήχος: Dolby Digital 5.1
2004, Miramax, 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 106 λεπτά
Έξτρα παροχές: Ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Latin Jazz, βιογραφικά και δισκογραφία των μουσικών.


Κούβα: Μουσικές ζυμωμένες με ρούμι κι έκσταση!..

Όποιος ψάχνει να βρει πού έγκειται η γοητεία της κουβανέζικης μουσικής, είναι σαν να αναζητά που οφείλεται η νοστιμιά ενός φαγητού. Στην ποιότητα των υλικών; Στην επιλογή τους; Στα καρυκεύματα; Στο μαγείρεμα; Το σίγουρο είναι ότι, το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από το σύνολο των συστατικών!.. Έτσι και η μουσική της Κούβας. Όσο κι αν η λογική εντοπίζει ρεύματα, επιρροές, και προσμίξεις στους ήχους, υπάρχουν κάποιες παράμετροι που ούτε αναλύονται, ούτε περιγράφονται. Απλώς βιώνονται. Δεν είναι, πάντως, τυχαίο ότι, οι πρώτοι συνειρμοί που κάνει κάποιος όταν αναφερθεί σ’ αυτήν τη χώρα, έχουν να κάνουν με γεύσεις και αισθήσεις: καπνός, ρούμι, χορός, επανάσταση, ελευθερία!..

Πολλά είναι αυτά που έχουν γραφτεί για τη μουσική της Κούβας. Ένα ακριβό ηχητικό αμάλγαμα, που μαρτυρά την ιστορική διαδρομή του αρχιπελάγους της Καραϊβικής. Η ιστορία μας αρχίζει πριν πεντακόσια περίπου χρόνια, όταν οι Ισπανοί άποικοι έφεραν στο νησί, μαζί με τον πυρετό για την ανακάλυψη χρυσού και μπαχαρικών, τις μουσικές τους. Ήχοι που προέρχονταν από ένα από τα κομβικότερα γεωγραφικά σταυροδρόμια του Μεσαίωνα. Εκεί, όπου η Ευρώπη συναντά την Αφρική και τα εμπορικά και μουσικά δίκτυα αλληλοπλέκονται. Η μουσική, αναπόφευκτα, φέρει τη σφραγίδα όλων των φυλών που κατοικούσαν στη μεσαιωνική Ισπανία: Ευρωπαίοι, Μαυριτανοί, Τσιγγάνοι, Εβραίοι, συνθέτουν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Με τις μουσικές των τροβαδούρων να μπολιάζονται από τη φλόγα του φλαμέγκο.

Αυτό το ήδη πολύχρωμο μουσικό περιβάλλον έρχεται να συναντήσει τις εκστατικές μουσικές των μαύρων σκλάβων, που έρχονταν μαζικά από τη Δυτική, κυρίως, Αφρική. Βλέπετε, οι φυτείες του καφέ και του ζαχαροκάλαμου χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια και οι Ισπανοί είχαν, στο μεταξύ, αποδεκατίσει τους «απείθαρχους» γηγενείς… Αυτά είναι τα δύο κύρια ρεύματα που εντοπίζονται στις μουσικές της Κούβας. Απ’ τη μια, ο μελωδικός κόσμος που ήρθε από την Ισπανία και απ’ την άλλη το βασίλειο των ρυθμών που μεταφέρθηκε από την Αφρική. Όλα τα άλλα είναι ιστορία. Μια ιστορία που γράφτηκε με μόχθο και αίμα, γονιμοποιήθηκε μέσα από το γλέντι, για να αναδειχθεί σε κοσμοπολίτικη αύρα η οποία, όχι μόνον ξεπέρασε τα όρια της χώρας, αλλά κατάφερε να αναδειχθεί πέρα από ανθρώπους, φυλές, θρησκείες και πολιτικά συστήματα.

Την ιδιαίτερα γοητευτική αυτή ιστορία έρχονται να μας αφηγηθούν τα τρία DVD, που επιλέξαμε ως άξονα του αφιερώματος αυτού. Καθένα απ’ αυτά καλύπτει και μια διαφορετική πτυχή της ιστορίας μας. Το πρώτο, το “Buena Vista Social Club”, αναφέρεται στην αναγέννηση (κυριολεκτικά απ’ τις στάχτες του) του ενδιαφέροντος για την κουβανέζικη μουσική στη Δύση, μέσα από τη δράση μιας ορχήστρας βετεράνων κυρίως μουσικών. Το δεύτερο, το “Roots of Rhythm” είναι μια σειρά τριών πενηντάλεπτων ντοκιμαντέρ. Εξερευνά τις μουσικές καταβολές της Κούβας, το πώς ο ήχος της διαμορφώθηκε μέσα στους πέντε αιώνες της σύγχρονης ιστορίας της, με έμφαση τον 20ο αιώνα, και πώς αυτός επηρέασε την Αμερική, μπολιάζοντας καθοριστικά τις μουσικές της. Το τρίτο, το “Calle 54” είναι αφιερωμένο σε πιο σύγχρονες κι έντεχνες πτυχές αυτής της μουσικής, όπου η κουβανέζικοι ήχοι συναντούν τη τζαζ. Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.

Buena Vista Social Club

Αυτό ήταν το όνομα ενός θρυλικού κοσμοπολίτικου κέντρου διασκέδασης στην καρδιά της Αβάνας, το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί πριν μισό περίπου αιώνα. Είχε γράψει ιστορία κατά τις «χρυσές» δεκαετίες του ’20, του ’30, του ’40 και του ’50. Τότε, που η μαγεία της Κούβας γοήτευε τα πλήθη των –Αμερικανών κυρίως– τουριστών, οι οποίοι συνέρεαν κατά χιλιάδες για να γευτούν τις υψηλές συγκινήσεις που προσέφερε το νησί: τα ξέφρενα πάρτι, τα καζίνο, το ποτό και πάνω απ’ όλα τον διάχυτο ερωτισμό… Το όνομα αυτό επέλεξε και η ορχήστρα, που αποτελείται από βετεράνους λαϊκούς μουσικούς της Κούβας, η οποία συγκροτήθηκε χάρις στον μουσικό και παραγωγό Ry Cooder. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πλέον σχεδόν αποσυρθεί, ακολουθώντας τις αλλαγές των καιρών.

Στην ταινία, που υπογράφεται από τον Wim Wenders, εναλλάσσεται αριστοτεχνικά το χθες με το σήμερα, το «εκεί» (Κούβα) και το «εδώ» (Δύση). Ο θεατής εισάγεται σε μια τεράστια, κατάμεστη αίθουσα συναυλιών, λίγο πριν η συναυλία ξεκινήσει. Από ‘κεί το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται. Κάθε τραγούδι (είτε ολόκληρο, είτε απόσπασμα, μαγνητοσκοπημένο σε κάποια εμφάνισή τους στην Αμερική και την Ευρώπη) εναλλάσσεται με σύντομα αυτόνομα φιλμάκια, τα οποία «σκιαγραφούν» έναν – έναν τους συντελεστές της ιδιότυπης αυτής ορχήστρας. Τονίζουμε το «σκιαγραφούν», καθώς δεν πρόκειται, απλώς, για μια παράθεση βιογραφικών στοιχείων και σκέψεων, αλλά για μια –κατά κάποιον τρόπο- ψυχογράφηση του καθενός από τους βετεράνους αυτούς μουσικούς, μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα. Μέσα από τα μικρά αυτά «αφιερώματα» διακρίνεται η θέση και ο ρόλος του καθενός στην ορχήστρα και η προσωπικότητά του, ενώ παράλληλα, ξεπροβάλλει και αναδεικνύεται όλη αυτή η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Κούβας, μέσα στην οποία ανδρώθηκαν οι περισσότεροι. Όλα αυτά, σ’ ένα καθαρά κουβανέζικο φόντο, όπου δεσπόζει η πολυχρωμία. Παλαιά αμερικάνικα αυτοκίνητα βαμμένα με έντονα χρώματα, φανταχτερά ρούχα, παμπάλαια κτίρια και γειτονιές όπου ο ήλιος πλέκεται με τα χαμόγελα τη μουσική και το γλέντι!..

Η επόμενη φάση, αναμφίβολα, διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, όπου οι Buena Vista Social Club έχουν πάει για μια από τις πρώτες τους εμφανίσεις στον δυτικό κόσμο. Η κάμερα τους παρακολουθεί στις πρόβες αλλά και στους δρόμους, καταγράφοντας τις αντιδράσεις κάποιων απ’ αυτούς στη θέα της ζωής στην μεγαλούπολη των (μετα)μοντέρνων καιρών. Σκηνές που επιδέχονται πολλαπλές πολιτικές αναγνώσεις, καθώς αφηγούνται τη «ματιά» εκείνων, για τους οποίους το ρολόι του χρόνου λες και σταμάτησε στη δεκαετία του ’50…

Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια ταινία που συνδυάζει τη μουσική και το ντοκιμαντέρ. Με τις εικόνες να λένε όσα και οι ήχοι, ο θεατής μπορεί να γνωρίσει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που κρύβονται πίσω από τις μουσικές αυτές, που τόσο αγαπήθηκαν τα τελευταία χρόνια, ύστερα την «έκρηξη» του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Ως προς το τεχνικό σκέλος, σημειώνουμε ότι η εικόνα είναι 16/9, ενώ ο ήχος (στα συναυλιακά κομμάτια) είναι 5.1 Dolby Digital. Το DVD είναι περιοχής 1 (δεν εντοπίστηκε έκδοση περιοχής 2) και το προμηθευτήκαμε μέσω του Amazon.

Roots of Rhythm

Στο δεύτερο DVD μπορείτε να βρείτε μια σειρά τριών πενηντάλεπτων ντοκιμαντέρ, όπου ανιχνεύονται οι καταβολές των χορευτικών ρυθμών που δόνησαν και δονούν την Αμερική και όλον τον δυτικό κόσμο. Οι μουσικές αυτές καταβολές δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν ως επίκεντρο την Κούβα. Και στα τρία «επεισόδια» οι μουσικές «αναβλύζουν» από παντού, μέσα από κομμάτια μαγνητοσκοπημένα επιτόπου καθώς και από πλούσιο αρχειακό υλικό, κινηματογραφημένο καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Παράλληλα, παρεμβάλλονται σύντομα αλλά άκρως κατατοπιστικά σχόλια, τα οποία σκιαγραφούν μια μοναδική μουσική ιστορία γραμμένη με ρυθμούς, χρώματα κι αρώματα.

Στο πρώτο «επεισόδιο», ανιχνεύονται οι μουσικές καταβολές της κουβανέζικης λαϊκής μουσικής, οι οποίες, όπως είπαμε, με το ένα πόδι πατάνε στην μεσαιωνική Ισπανία και με το άλλο στην Αφρική. Περιλαμβάνονται εικόνες από τελετουργικές μουσικές της Δυτικής Αφρικής, οι ρυθμοί και οι μελωδίες των οποίων εντοπίζονται ακόμη και σήμερα στην Κούβα. Ένα από τα πιο ισχυρά πολιτισμικά στοιχεία που παραπέμπει άμεσα στην Αφρική είναι η Ρούμπα, η οποία αναδείχθηκε μέσα από τις φτωχογειτονιές των μαύρων σκλάβων. Παράλληλα, για να προσεγγισθεί το ισπανικό σκέλος, γίνεται αναφορά στο φλαμέγκο και στους λαϊκούς ποιητές της Ισπανίας, οι οποίοι είναι «πρόγονοι» των αντίστοιχων που εντοπίζονται ως τις μέρες μας στην Κούβα.

Οι δύο αυτοί μουσικοί κόσμοι έμελλε να αναμιχθούν επί κουβανέζικου εδάφους, όπως οι άνθρωποι και τα έθιμά τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και ο χορός «τσαγκούι». Σ΄ αυτόν, οι ειδικοί εντοπίζουν την πρώτη συνύπαρξη δυτικότροπων μελωδιών με αφρικάνικους ρυθμούς. Ο χορός αυτός θεωρείται ως ο πρόγονος του «μάμπο» και του «τσα τσα τσα» που, όπως θα δούμε, δημιούργησαν μια σειρά από «παλιρροϊκά κύμματα» χορευτικής υστερίας στην Αμερική και σ’ όλον τον κόσμο.

Στο δεύτερο επεισόδιο εξετάζεται το χρονικό της «ανακάλυψης» των λαϊκών μουσικών της Κούβας από τους Βορειοαμερικάνους. Μια διαδρομή που ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν Αμερικάνοι συνθέτες ανακαλύπτουν τις μουσικές αυτές και ενσωματώνουν στοιχεία τους στις συνθέσεις τους. Παράλληλα, δημιουργείται στην Κούβα μια πιο έντεχνη εκδοχή της μουσικής, κάτι αντίστοιχο με τις «εθνικές σχολές» που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη την ίδια πάνω – κάτω εποχή.

Η αυγή του 20ου αιώνα, με την ανακάλυψη του φωνογράφου, έδωσε νέα πνοή στις μουσικές της Κούβας, καθώς από πολύ νωρίς αποτυπώθηκαν στα αυλάκια των κυλίνδρων και των δίσκων του γραμμοφώνου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία ενός μουσικού της παλαιάς γενιάς, που άρχισε την δισκογραφική του καριέρα κάπου στον Μεσοπόλεμο. Μέσα από τη ζωή του συμπυκνώνεται η ιστορική διαδρομή της Κούβας και της μουσικής της: από αγρότης κι ερασιτέχνης μουσικός, βρέθηκε στους προβολείς της κοσμοπολίτικης ζωής των μέσων του αιώνα, για να αντιμετωπίσει, στη συνέχεια, έντονα την ανέχεια, όταν οι καιροί άλλαξαν. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να παίζει και να τραγουδά μαζί με την πολυμελή οικογένειά του, μεταφέροντας στους θεατές τη μαγεία και το ήθος μιας άλλης εποχής.

Η άνθιση της δισκογραφίας απ’ τη μια και του τουρισμού από την άλλη, μπόλιασαν καθοριστικά τη μουσική βιομηχανία της Αμερικής. Και, σίγουρα, αυτό δεν ήταν τυχαίο. Γιατί, πίσω απ’ αυτό το μουσικό κίνημα, σίγουρα, υπήρχαν ισχυροί κοινωνικοί λόγοι. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κούβα αναδείχθηκε ως τουριστικός προορισμός για τους Αμερικάνους την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ούτε ότι παρέμεινε ο αγαπημένος προορισμός τους για τις επόμενες δεκαετίες, όταν ο αμερικάνικος πουριτανισμός βρήκε την κορύφωσή του στον μακαρθισμό… Στο κλίμα αυτό, σίγουρα, η Κούβα αποτελούσε ένα πολύ ισχυρό αντίδοτο.

Στο σημείο αυτό είναι που ξεκινά το τρίτο επεισόδιο, το οποίο εξετάζει το πώς ο κουβανέζικος ήχος μεταλαμπαδεύτηκε στην Αμερική. Η αρχή εντοπίζεται, πάλι, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Όταν το αργεντίνικο «τάγκο» (το οποίο είναι συγκοινωνούν δοχείο με την κουβανέζικη «χαμπανέρα») διαδίδεται αστραπιαία στην Αμερική, προκαλώντας, συχνά, τη μήνη των πουριτανών. Το μουσικό αυτό κλίμα έχει αποτυπωθεί πολύ καλά από τον βωβό κινηματογράφο: με τον Τσάπλιν να στροβιλίζεται με μια χορεύτρια και τον Ροντόλφο Βαλεντίνο να ενσαρκώνει τον λατίνο εραστή, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στο γυναικείο κοινό. Είναι η εποχή που δημιουργούνται τα «ονειρικά» τραγούδια, τα οποία υμνούν τον έρωτα, τη «φυγή» και τον εξωτισμό. Το επόμενο «χτύπημα» είναι η «κρίση της ρούμπα», στα χρόνια του ’30, η οποία μετατρέπεται σε κυρίαρχη τάση. Αποτέλεσμα αυτών είναι, στα χρόνια του ’40, έχουμε μια έντονη «λατινοποίηση» του Χόλιγουντ, με το ένα μιούζικαλ να γυρίζεται μετά το άλλο, ακολουθώντας τη δίψα του κοινού γι’ αυτή τη μουσική.

Παράλληλα με την αστραφτερή πλευρά του Χόλιγουντ, πάντως, την εποχή εκείνη έχουμε και την πρώτη «όσμωση» της λάτιν με τη τζαζ. Είναι αποκαλυπτική η μαρτυρία ενός μουσικού, που σχολιάζει αυτήν τη σύμπραξη. Όταν κάποιος Κουβανός δεξιοτέχνης των κρουστών ρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να συνεννοείται με την υπόλοιπη τζαζ ορχήστρα, αφού δεν μιλά αγγλικά, ούτε οι υπόλοιποι ισπανικά, απάντησε: «ναι, αλλά όλοι μας μιλάμε αφρικάνικα». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κοινός παρονομαστής ανάμεσα στις δύο μουσικές στάθηκε η κοινή τους αφρικανική ρίζα.

Η δίψα για τις μουσικές της Κούβας συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες, με όχημά της τη μικρή πλέον οθόνη. Ήταν η εποχή όπου δύο νέα «μουσικά παλιρροϊκά κύματα» τάραξαν την Αμερική: το «μάμπο» και το «τσα τσα τσα». Ένα μουσικό ρεύμα που διαδόθηκε παγκόσμια. Σε πολλές από τις ταινίες του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου μπορεί κανείς να διακρίνει την ελληνική εκδοχή της λάτιν – μανίας… Από ‘κει και πέρα, η λάτιν μουσική ετοίμασε το έδαφος για κάτι πιο «αμερικάνικο»: το rock ’n’ roll!...

Φανταστείτε όλα αυτά που περιγράψαμε παραπάνω, να φωτίζονται μέσα από ένα γιγάντιο μουσικό ψηφιδωτό από χορούς, διάρκειας σχεδόν τριών ωρών!.. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό DVD που προτείνουμε θερμότατα σε όλους. Ένα γοητευτικό τριπλό ντοκιμαντέρ, που σε καμιά περίπτωση δεν διαπνέεται από μια «δασκαλίστικη» χροιά. Αντίθετα, «γαργαλάει» τα πόδια και μας προκαλεί να μπούμε κι εμείς στο χορό!.. Ως προς το τεχνικό μέρος: η εικόνα είναι σε 4/3 και ο ήχος Dolby Digital stereo. Το DVD είναι περιοχής 1 (δεν εντοπίστηκε αντίστοιχη έκδοση της περιοχής 2) και το προμηθευτήκαμε μέσω Amazon.

Calle 54

Μια ταινία που αφηγείται το «επόμενο βήμα» της λάτιν μουσικής το οποίο ακολουθεί πιο έντεχνες διαδρομές, συμβαδίζοντας με τη τζαζ. Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στην τέχνη δώδεκα δεξιοτεχνών από διάφορα όργανα, σε καθέναν από τους οποίους είναι αφιερωμένο και μια ενότητα του DVD. Για καθέναν υπάρχει ένα σύντομο εισαγωγικό «σποτάκι» και στη συνέχεια τους παρουσιάζει να παίζουν και να αυτοσχεδιάζουν στο στούντιο. Πρόκειται για τον σαξοφωνίστα Paquito D’ Rivera, τους πιανίστες Ellane Elias και Chano Dominguez, τον τρομπετίστα Jerry Gonzalez, τον δεξιοτέχνη των κρουστών Tito Puente, για ν’ αναφέρουμε μόνον κάποιους απ’ αυτούς.

Ακούγοντας κανείς τα κομμάτια διαπιστώνει πώς η μουσική της Κούβας λειτουργεί ως η βάση και η αφετηρία, για να πλεχτούν πάνω σ’ αυτήν στοιχεία από διάφορες παραδόσεις, όπως η τζαζ και το φλαμέγκο. Πρόκειται για μια σύντηξη, επί αμερικάνικου εδάφους, στοιχείων απ’ όλες αυτές τις μουσικές, καρπός της οποίας είναι η λεγόμενη «εθνο-τζαζ» μουσική σκηνή.

Από τεχνικής πλευράς, η αποτύπωση της εικόνας και του ήχου αγγίζουν την τελειότητα, καθώς, τις περισσότερες φορές, η κινηματογράφηση έχει γίνει στον ελεγχόμενο χώρο κάποιου στούντιο. Υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα τον έξυπνο τρόπο που έχει γίνει ο φωτισμός. Ο ήχος είναι Dolby Digital 5.1, ενώ η εικόνα 16/9. Και αυτό το DVD το εντοπίσαμε μόνον σε έκδοση περιοχής 1 και το προμηθευτήκαμε μέσω Amazon.

Τρία DVD, που το καθένα καλύπτει από μία πτυχή του μουσικού βασιλείου της Κούβας. Ήχοι μοναδικοί, ακριβοί, που μεταφέρουν τη δική τους ιστορία και τη δική τους γοητεία. Τώρα, ως προς το αρχικό ερώτημα, «τι είναι αυτό που κάνει τη μουσική αυτή γοητευτική», καθένας ας δώσει τη δική του απάντηση. Γιατί η μουσική, στο κάτω-κάτω, δεν είναι απλώς ένα σύνολο από μελωδίες, ρυθμούς, αρμονίες και όργανα. Είναι η ηχητική διάσταση ενός ολόκληρου κόσμου, που με τη μουσική του δίνει το μήνυμά του και το στίγμα του. Έτσι και οι μουσικές της Κούβας. Απευθύνονται στο μυαλό, στην καρδιά και στα πόδια των ακροατών τους, δίνοντάς τους μια ανοιχτή πρόσκληση για την έκσταση! Ένας χορός που εξακολουθεί να κρατά, σε πείσμα των πάσης φύσεως πολιτικών δυσχερειών!..

Όλυμπος Καρπάθου: Το πανηγύρι τ’ Αη Αννιού του Βρουκουντίτη

Hitech, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2006

Όλυμπος Καρπάθου: Το πανηγύρι τ’ Αη Αννιού του Βρουκουντίτη
Αυθεντικές μουσικές καταγραφές από το αρχείο του Κωστή Ν. Νταή
2005, Αδελφότητα των απανταχού Ολυμπιτών Καρπάθου «η Δήμητρα»,
2 CD, διάρκεια: 1ο CD: 69:38, 2ο CD: 76:28
Διάθεση: Music Corner

Για μερικούς είναι ένα ακόμη χωριό, σ’ ένα ακόμη νησί της άγονης γραμμής. Για κάποιους άλλους είναι ο γενέθλιος τόπος τους. Για άλλους, πάλι, είναι ένας συμβολικός χώρος ενδοσκόπησης, αναστοχασμού και εξύψωσης. Όπως και να το βλέπει κανείς, σίγουρα η Όλυμπος της Καρπάθου δεν είναι ένα τυχαίο χωριό. Δεν είναι απλά ένα «ζωντανό μουσείο», όπου –γύρευε πώς– έχουν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό ως τις μέρες μας στοιχεία του παλαιού πολιτισμού του Αιγαίου. Είναι ένα μέρος όπου ο καθένας, αν έχει τα μάτια του ανοιχτά, μπορεί να βρει κάτι που να τον αφορά και να τον κάνει καλύτερο άνθρωπο… Αυτές είναι κάποιες σκέψεις που προέκυψαν αυθόρμητα ακούγοντας αυτήν την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση, με ζωντανές ηχογραφήσεις από γλέντια Ολυμπιτών. Πρόκειται για ένα διπλό CD, με στιγμιότυπα από το περίφημο πανηγύρι του Αη – Γιάννη στην περιοχή Βρουκούντα της βορειο-δυτικής Καρπάθου, το οποίο συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικό και καλογραμμένο μικρό βιβλίο 65 σελίδων.

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για την Όλυμπο και για τις μουσικές της στο πλαίσιο ενός δισέλιδου. Άλλωστε για το χωριό αυτό έχει χυθεί πάρα πολύ μελάνι, μέσα από εθνογραφικά κείμενα, διδακτορικές διατριβές, λαογραφικές εργασίες και μουσικές εκδόσεις. Σε ό,τι αφορά τη μουσική, που μας αφορά εδώ, πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με ό,τι πιο «αρχέγονο» έχει φτάσει ως τις μέρες μας από τον μουσικό πολιτισμό του Αιγαίου. Από τη μια, στο στόμα τον Ολυμπιτών έχουν διασωθεί παλαιότατα αφηγηματικά τραγούδια, πολλά από τα οποία ανάγονται στον ακριτικό κύκλο. Από την άλλη, είναι σε πλήρη ακμή το λεγόμενο μοτιβικό ρεπερτόριο: χορευτικά κομμάτια που δομούνται από μικρές αυτόνομες φράσεις, τα οποία είναι άμεσα συνδεμένα με τα παλαιά όργανα όπως η τσαμπούνα και η λύρα. Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, που έχει προξενήσει το ενδιαφέρον όλων των μελετητών, το οποίο αποτελεί και το επίκεντρο της μουσικής ζωής της κοινότητας, είναι το λεγόμενο «καθιστό γλέντι». Πρόκειται για έναν επίσημο, τελετουργικής μορφής, διάλογο των ανδρών μέσα από αυτοσχέδιες μαντινάδες, οι οποίες λέγονται πάνω σε μια σειρά «σκοπών». Κάποιος εξωτερικός παρατηρητής σίγουρα θα αναρωτηθεί: «μα καλά, ποιο είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτό το διάλογο». Την απάντηση θα την πάρει μόνον αν παρακολουθήσει ένα τέτοιο γλέντι. Όπου μέσα από κάθε στοιχείο του ανα-νοηματοδοτείται η κοινωνική δομή και η ιεραρχία: αυστηρότατοι άγραφοι κανόνες είναι εκείνοι που ορίζουν το ποιος θα τραγουδήσει, τι θα πει, τι θα αποσιωπήσει, τι θα εννοήσει, πώς θα πρέπει να απαντήσει στον άλλον. Έτσι, το γλέντι λειτουργεί ως η «εκκλησία του δήμου», το «λαϊκό δικαστήριο» και το «σχολείο» όπου, με αφορμή τη διασκέδαση, διδάσκονται οι αρχές της κοινότητας και η κοινωνικώς ορθή συμπεριφορά!..

Μια γεύση από τη μυσταγωγία αυτή μπορούμε να πάρουμε μέσα από το διπλό CD που παρουσιάζουμε εδώ. Πρόκειται για μια ανθολογία από ηχογραφήσεις που έχει κάνει ο Ολυμπίτης ερευνητής Κωστής Ν. Νταής, ο οποίος έχει αφιερωθεί στην οπτικοακουστική αποτύπωση του ολυμπίτικου γλεντιού. Κοινό σημείο τους ότι προέρχονται από το πανηγύρι του Αη Γιάννη που τελείται στην Βρουκούντα, μια παραθαλάσσια τοποθεσία στα βορειοδυτικά της Καρπάθου. Οι περισσότερες ηχογραφήσεις έχουν γίνει το 1982, ενώ κάποιες άλλες στις αρχές του 2000. Σημειώνω ότι η ηχητική ποιότητα είναι παραπάνω από ικανοποιητική, παρόλες τις τεχνικές ιδιαιτερότητες που οφείλονται στη φύση του γλεντιού, όπως θόρυβοι τραπεζιού και λίγες ομιλίες. Κατά τη γνώμη μου, οι ήχοι αυτοί δίνουν την αίσθηση του χώρου και της περίστασης, χωρίς να επιβαρύνουν την ακρόαση.

Τα κομμάτια παρατίθενται ακολουθώντας το συνηθισμένο τυπικό του γλεντιού. Πρώτο ακούγεται το τροπάριο του Αγίου, ηχογραφημένο στο σπήλαιο όπου βρίσκεται το ξωκλήσι. Ακολουθεί ένα ιστορικό τραγούδι κι ένα «συρματικό»: ένας σύνθετος «σκοπός», πάνω στον οποίο λέγονται αφηγηματικές μπαλάντες. Ενώ οι ηχογραφήσεις αυτές είναι πιο σύγχρονες, το κυριότερο μέρος του CD καταλαμβάνεται από μια μεγάλη ενότητα 48 λεπτών (χωρισμένη σε 7 tracks), με ένα γλέντι στο καφενείο που στήνεται ειδικά για το πανηγύρι, το οποίο έλαβε χώρα το 1982. Εκεί, ο προσεκτικός ακροατής (έχοντας ως οδηγό την καταγραφή των μαντινάδων στο βιβλιαράκι), έχει την ευκαιρία να γίνει –νοερά– θεατής ενός διαλόγου με μαντινάδες. Όπως και μια κανονική κουβέντα, η συζήτηση μετατοπίζεται από το ένα θέμα στο άλλο και συμμετέχουν πολλοί. Όλα αυτά μέσα από την υποβλητική δωρικότητα των σκοπών, οι οποίοι υποβάλλουν τον ακροατή. Μια διαδικασία που βρίσκεται στον αντίποδα της δισκογραφικής λογικής… Το δεύτερο CD ανοίγει με μια επίσης εκτεταμένη ενότητα 47 λεπτών (χωρισμένη σε 4 tracks), από καθιστό γλέντι στο χοροστάσι του πανηγυριού. Συνεχίζει με τον «πάνω χορό», ο οποίος αποτελεί την κορύφωση του πανηγυριού, καθώς είναι η στιγμή που όλη η κοινότητα, με τη σειρά της, σέρνει το χορό. Κάτι που μπορεί να κρατήσει ώρες ολόκληρες… Δύο ακόμη tracks είναι αφιερωμένα στο γλέντι που γίνεται στην Αυλώνα, μια τοποθεσία στον δρόμο της επιστροφής για την Όλυμπο.

Οι ηχογραφήσεις ζωντανεύουν μέσα από το εξαιρετικά επιμελημένο βιβλιαράκι, που υπογράφει ο Γιώργος Ν. Τσαμπανάκης. Μετά από μια αναδρομή στο ιστορικό της τοποθεσίας, του πανηγυριού και του ναού, ξετυλίγεται το τυπικό του εορτασμού, ο οποίος αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της χρονιάς για τους Ολυμπίτες. Περιγράφεται η πεζοπορία, η προσέλευση, το γλέντι της παραμονής, η λειτουργία, το γλέντι της ημέρας και η αργή επιστροφή, όπου οι συχνές στάσεις έδιναν αφορμή για ένα ακόμη γλέντι. Μια διαδικασία εκστατική, που διαρκεί τρία ολόκληρα εικοσιτετράωρα! Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το λεξιλόγιο που παρατίθεται, καθώς και η πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με την Όλυμπο. Το βιβλιαράκι περιλαμβάνει επίσης σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Κωστή Νταή, τους στίχους (που έχουν καταγραφεί με σχολαστικότητα, αποδίδοντας το τοπικό ιδίωμα) καθώς και αρκετές φωτογραφίες.

Μια ιδιαίτερα αξιόλογη έκδοση, που μας βοηθά να μεταφερθούμε νοερά σ’ ένα κόσμο διαφορετικό. Εκεί, που η επικοινωνία της κοινότητας ακολουθεί τα παλαιά «μονοπάτια», τα οποία αποκαλύπτονται μόνον σε όποιον είναι άξιος να τα ακολουθήσει…

Blues Masters

Hitech, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2005

Blues Masters: The essential history of the Blues
Σκηνοθεσία: Lanny Lee
Γλώσσα: αγγλικά
Εικόνα: 4/3 έγχρωμο/ ασπρόμαυρο
Ήχος: Dolby Digital 5.1 Surround, Dolby Digital 2.0 Stereo
2002, Warner Music Vision, 1 DVD, περιοχή: 1, 2.
Διάρκεια: 100 λεπτά

Blues: Η κραυγή του Μισισιπή

Όταν κάποιος σκέφτεται το blues είναι αδύνατον να ξεφύγει από φαντασιακούς συνειρμούς και στερεότυπα: ο ήχος των μαύρων σκλάβων, εκφρασμένος με βραχνές γήινες φωνές, στηριγμένος σε ατέρμονους ρυθμούς που, ως ένα βαθμό, έχει αποτυπωθεί σε δίσκους γραμμοφώνου και ασπρόμαυρες ταινίες. Όλα αυτά, αναμφίβολα, δεν συνιστούν παρά την κορυφή του παγόβουνου. Πώς, όμως, να ορίσει και να περιγράψει κανείς ένα ολόκληρο κοινωνικό φαινόμενο, που ζυμώθηκε κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες, μέσα από αιώνες σκλαβιάς, στις φυτείες του Αμερικάνικου Νότου;

Το εξαιρετικό αυτό DVD επιχειρεί να φωτίσει τον μυθικό αυτό κόσμο. Πρόκειται για μια συμπυκνωμένη ιστορία του blues, που περιστρέφεται γύρω από τους κύριους εκπροσώπους του, με σημαντικές παράλληλες αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και σταθμούς που όρισαν την τύχη του blues και των φορέων του. Είναι χωρισμένη σε δύο πενηντάλεπτα επεισόδια. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σπάνιο κινηματογραφικό υλικό εποχής, τόσο μουσικό όσο και ιστορικό, ενώ η αφήγηση δημιουργεί ιδιαίτερα ευρηματικές «γέφυρες» ανάμεσα στον μουσικό και τον ιστορικό άξονα. Το υλικό έχει περάσει από συστηματική ψηφιακή επεξεργασία για την αποκατάσταση των τεχνικών προβλημάτων που έχει επιφέρει η φθορά του χρόνου.

Παρακολουθώντας κανείς την ταινία νιώθει να ξεδιπλώνεται μπροστά του ένας ολόκληρος μουσικός κόσμος. Μπορεί οι καταβολές του blues να χάνονται στις αφρικάνικες ρίζες του και στην όσμωση των μουσικών στοιχείων μέσα από τη σκλαβιά, ωστόσο, ως «αυτοκέφαλο» μουσικό είδος εμφανίζεται με τη λήξη του αμερικάνικου εμφύλιου. Τότε, που οι πρώην σκλάβοι μουσικοί, που μόλις κέρδισαν την ελευθερία τους, γύριζαν από πόλη σε πόλη τραγουδώντας και διαδίδοντας τα τραγούδια τους. Το “country blues”, όπως ονομάστηκε αργότερα, διατηρεί πολλά «πρωτόγονα» στοιχεία, που το συνδέουν με τη δουλειά στις φυτείες. Ακούστε το “Pick a bale o’ cotton”, τραγούδι της συγκομιδής του βαμβακιού, στη μοναδική γνωστή κινηματογράφηση του Leadbelly, μιας θρυλικής φιγούρας του blues.

Η μεγάλη επανάσταση, φυσικά, ήλθε με τη δισκογραφία και με τον κινηματογράφο, στις αρχές του 20ου αιώνα. Παράλληλα, το θέατρο συμβάλλει στην προβολή του blues σ’ ένα αστικό κοινό. Έτσι, η «μουσική των μαύρων» διεκδικεί μια θέση στον δημόσιο χώρο και την αγορά, ξεφεύγοντας από το στίγμα του περιθωριακού. Κάτω από τις νέες συνθήκες, αναδεικνύονται τα πρώτα αστέρια, μουσικοί και τραγουδιστές, ενώ οι παλαιότεροι, ανώνυμοι μουσικοί, είτε περιθωριοποιούνται είτε αποσύρονται. Παράλληλα, ευνοείται η ανάδειξη των γυναικών τραγουδιστριών σ’ ένα χώρο αποκλειστικά ανδροκρατούμενο ως τότε. Φιγούρες θρυλικές, όπως η Bessie Smith, σηματοδοτούν στην κινηματογραφική οθόνη τον μπλουζίστικο δρόμο για τη γυναικεία χειραφέτηση.

Όλα αυτά, ωστόσο, δεν είχαν μόνον την αστραφτερή πλευρά τους. Μπορεί η σκλαβιά να αποτελεί μακρινό παρελθόν, ωστόσο το ρατσιστικό μίσος καλά κρατεί, ειδικά στον αμερικάνικο νότο. Η Κου Κλουξ Κλαν είναι στο απόγειό της, ενώ η καταλυτική συμβολή των μαύρων στην βιομηχανική ανάπτυξη, καθώς και η συμβολική καταξίωσή τους στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν αρκούν για να αποκτήσουν μια ισότιμη θέση στον ήλιο…

Τη θρυλική εποχή του Μεσοπολέμου το blues ντύνεται τη λάμψη των big band, αναδεικνύεται στα αστραφτερά night club, με τις τουαλέτες και τα σμόκιν να δίνουν και να παίρνουν. Πρόκειται για το αστικό blues, που κατακτά το Broadway και διαδίδεται ευρύτατα σε πόλεις όπως το Σικάγο. Αυτό, πάντως, συνιστά τη μια μόνον όψη του νομίσματος. Είναι η εποχή που η κοινότητα των μαύρων αποκτά για πρώτη φορά συλλογική ταυτότητα. Σημείο των καιρών είναι τα περίφημα Race movies, ταινίες που γυρίζονταν από μαύρους και απευθύνονταν σε μαύρους. Δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να λείπουν τα blues, σε μια πιο «λιτή» εκδοχή τους, ωστόσο.

Πίσω, πάντως, τόσο από τη φωνή του παλιοκαιρίτη μπλουζίστα, όσο και από τις αστραφτερές ερμηνείες της Mamie Smith, του Roy Milton και του Jimmy Rishing κρύβεται ένας αέναος κοινωνικός αναβρασμός, με θύματα τους μαύρους, που σηματοδοτήθηκε από ορόσημα όπως το κραχ του ’29, η ποτοαπαγόρευση, αλλά και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο αέρας της αυτοπεποίθησης και της ανακούφισης που έφερε το τέλος του πολέμου δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το blues. Κυρίαρχες φιγούρες αναδεικνύονται αστέρες όπως η Billie Holiday και η Ella Fitzgerald, που ενσαρκώνουν τη μοντέρνα γοητευτική γυναίκα, η οποία είναι μέσα στο σύστημα διατηρώντας, ταυτόχρονα, την ταυτότητά της.

Το blues σπάει τότε τα στεγανά του χρώματος. Ο –εξηλεκτρισμένος πλέον- ήχος του έρχεται να πλεχτεί με τις κορώνες του ψυχρού πολέμου και τη θρυλική φιγούρα του Martin Luther King. Μορφές όπως ο B. B. King σηματοδοτούν τη νέα εποχή, ενώ πολλοί καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς εμπνέονται απ’ αυτό. Από τον Elvis, που οι πρώτες του ηχογραφήσεις είναι επανεκτελέσεις κάποιων παλαιότερων τραγουδιών της παράδοσης του blues, ως τους Rolling Stones και τους Beatles. Τότε, στα τέλη του ’60, είναι που το blues κατ’ άλλους σιωπά, κατ’ άλλους μετασχηματίζεται σε rock.

Αυτή θα μπορούσε να ήταν, σε γρήγορη κίνηση, η «κάτοψη» του γοητευτικού αυτού μουσικού ντοκιμαντέρ. Με την ευρηματική σκηνοθεσία του Lanny Lee να μας προσφέρει χορταστικές γεύσεις από θρυλικές μορφές του blues, σε σπάνιες ιστορικές αποτυπώσεις. Πρόκειται για μια πολύ καλή και σφαιρική εισαγωγή για τον αμύητο αλλά και ένα must have για τον συλλέκτη και τον λάτρη του είδους. Με τους πρωτεργάτες του blues να παίρνουν σάρκα και οστά, ξεναγώντας μας σ’ αυτή τη μοναδική μουσική!..

Samuel Baud-Bovy: Μουσική καταγραφή στην Κρήτη

Hitech, Μάρτιος 2007

Μουσική Καταγραφή στην Κρήτη 1953-1954
Υ
λικό από την εθνομουσικολογική έρευνα του Samuel Baud-Bovy, σε συνεργασία με την Αγλαϊα Αγιουτάντη και τη Δέσποινα Μαζαράκη.
Κασετίνα δύο τόμων, συνοδευόμενη από 2 CD (ISMN M-9013057-0-0).
Πρώτος τόμος: Το ιστορικό και η μεθοδολογία της έρευνας. Τραγούδια & χοροί από την κεντρική & ανατολική Κρήτη (200 σελίδες).
Δεύτερος τόμος: Τργούδια & χοροί από την κεντρική & ανατολική Κρήτη. Παρτιτούρες (160 σελίδες)
Διάρκειες:
1ο CD: 58:40, 2o CD: 73:34
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών - Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ.
Επιμέλεια έκδοσης: Λάμπρος Λιάβας. Επιμέλεια δεύτερου τόμου: Μάρκος Δραγούμης – Θανάσης Μωραϊτης
Διάθεση: Λέσχη του Δίσκου


Στου κύκλου τα γυρίσματα...

Σίγουρα, όταν το 1954 οι χωρικοί της Κρήτης αντίκριζαν τον παράξενο αυτόν Ελβετό, που μιλούσε τα ελληνικά άπταιστα, να αποτυπώνει τα τραγούδια και τις μουσικές τους με εκείνο το μαγικό μηχάνημα, το μαγνητόφωνο, δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τη σημασία αυτού του εγχειρήματος. Ούτε είχαν συνειδητοποιήσει ότι τα μαγνητόφωνα και οι φωτογραφικές μηχανές έχουν το μοναδικό προνόμιο να “παγώνουν” τον χρόνο, μεταφέροντας στις επόμενες γενιές στιγμιότυπα ενός πολιτισμού πανάρχαιου, που έδινε τη μάχη του με τη ραγδαία αστικοποίηση...

Σήμερα, πενήντα τρία χρόνια μετά, με την πραγματικά πολύτιμη αυτή έκδοση, έρχεται στο φως ένα μέρος από τα πολύτιμα αυτά ντοκουμέντα. Πρόκειται για μια κασετίνα με δύο τόμους που συνοδεύονται από δύο CD, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο της Μέλπως Μερλιέ, με τη συνεργασία του “Αρχείου Samuel Baud-Bovy” του Ωδείου της Γενεύης. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει το ιστορικό και τη μεθοδολογία της έρευνας, καθώς και κείμενα του Baud-Bovy για τα τραγούδια και τους χορούς από την Ανατολική Κρήτη και ο δεύτερος περιλαμβάνει τις μουσικές καταγραφές των κομματιών που περιλαμβάνονται στα δύο CD. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο καθηγητής Λάμπρος Λιάβας, ενώ την επιμέλεια του δεύτερου τόμου ο μουσικολόγος Μάρκος Δραγούμης, διευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, και ο Θανάσης Μωραϊτης.

Ξεφυλλίζοντας κανείς τους δύο αυτούς πολύτιμους τόμους και ακούγοντας τα CD έχει την αίσθηση ότι μπαίνει στη μηχανή του χρόνου και μεταφέρεται ξαφνικά στην Κρήτη, πενήντα χρόνια πριν!.. Μια εποχή κρίσιμη και μεταβατική για το νησί, όπου είχαν αρχίσει να επουλώνονται οι βαθιές πληγές που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το υποτυπώδες οδικό δίκτυο επεκτεινόταν, καθιστώντας εύκολη την επικοινωνία ανάμεσα στις διάφορες περιφέρειες. Ήταν, συνάμα, η εποχή που ο παλαιός κόσμος της προφορικής παράδοσης υποχωρούσε ραγδαία, υπό το βάρος της καλπάζουσας αστικοποίησης. Τα παλαιά τραγούδια και οι σκοποί υποχωρούσαν κάτω από τη λάμψη της δισκογραφίας και του παγκρήτιου, ομογενοποιημένου ρεπερτορίου, το οποίο εκτόπιζε μέρα με την ημέρα τα κατά τόπους ρεπερτόρια.

Αυτή την Κρήτη, λοιπόν, περιδιάβηκε και μελέτησε ο Baud-Bovy. Χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία του μουσικολόγου αλλά και του ελληνιστή, τα οποία είχε καλλιεργήσει ήδη από την προηγούμενη μεγάλη έρευνά του στα Δωδεκάνησα, τη δεκαετία του ’30, αλλά, πάνω απ’ όλα, κινούμενος από την απόσταση και την αντικειμενικότητα του ξένου ερευνητή και από την αγάπη του φιλέλληνα! Είχε προηγηθεί μια προ-έρευνα διάρκειας σαράντα ημερών, από την Αγλαϊα Αγιουτάντη και τη Δέσποινα Μαζαράκη, συνεργάτιδες του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, οι οποίες συνέλεξαν μουσικό και λαογραφικό υλικό και προετοίμασαν την κυρίως έρευνα. Έτσι, σε ένα διάστημα είκοσι ημερών, η ερευνητική ομάδα που αποτελείτο από τον Baud-Bovy, τον τότε βοηθό του (και κατόπιν διάδοχό του στην έδρα νεοελληνικών σπουδών του πανεπιστημίου της Γευεύης) Bertrand Bouvier, τον γιο του Baud-Bovy κι έναν φίλο του σε ρόλο ηχοληπτών, τη Μαζαράκη και την Αγιουτάντη, είχαν την ευκαιρία να επισκεφτούν χωριά σε όλες τις περιοχές του νησιού και να πραγματοποιήσουν ηχογραφήσεις. Σημειώνουμε ότι ήταν η πρώτη φορά που στην ελληνική εθνομουσικολογική έρευνα χρησιμοποιήθηκε μαγνητόφωνο για ηχογραφήσεις πεδίου: ένα ογκώδες Perfectone (το οποίο τροφοδοτείτο με γεννήτρια, καθώς για ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά ούτε λόγος να γίνεται...) και ένα μικρό, φορητό και... κουρδιστό Nagra Ι, πρόγονο των θρυλικών μαγνητοφώνων που κυριάρχησαν στις ηχογραφήσεις πεδίου και στον κινηματογράφο μέχρι πρόσφατα. Για να καταλάβουμε τη δυσκολία του εγχειρήματος αρκεί να αναλογιστούμε την κατάσταση του οδικού δικτύου, τις μετακινήσεις που κάποιες φορές γίνονταν με μουλάρια, τις ανύπαρκτες ξενοδοχειακές υποδομές... Αντιστάθμισμα στάθηκε η φιλοξενία και η προθυμία των κατοίκων, αλλά πάνω απ’ όλα το πολύτιμο υλικό των τραγουδιών και των οργανικών κομματιών που αποθησαυρίστηκαν.

Ακούγοντας τις ηχογραφήσεις που περιλαμβάνονται στα δύο CD παίρνουμε ένα δείγμα από αυτόν τον πραγματικό θησαυρό. Παμπάλαιες αφηγματικές μπαλάντες, νανουρίσματα, τραγούδια του γάμου, μοιρολόγια, αλλά και οργανικά κομμάτια: ηχογραφήσεις με θιαμπόλι (φλάουτο με ράμφος), μαντούρα (πρωτόγονο κλαρινέτο), ασκομαντούρα (νησιώτικο άσκαυλο), παλιά λύρα... Όργανα που ήδη τότε είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται και να απαξιώνονται, δίνοντας τη θέση τους στο βιολί και στον σύγχρονο τύπο λύρας. Ειδικά στην περίπτωση της λύρας, έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τα στάδια του μετασχηματισμού της από τον παλαιό τύπο του οργάνου, με την περιορισμένη έκταση και την τεχνική που παραπέμπει άμεσα στην ασκομαντούρα, στον σύγχονο τύπο, που παραπέμπει στο βιολί. Ακούστε τις ηχογραφήσεις ενός γέρου λυράρη από τις Γωνιές, τις “κοντυλιές” των λυράρηδων από τη Σητεία, τους χανιώτικους συρτούς από το Σπήλι... Δείγματα μοναδικά, που δίνουν μια εικόνα του πλούτου και της ποικιλίας των κατά τόπους παραδόσεων του νησιού, οι οποίες έμελλε να επισκιαστούν και να ομογενοποιηθούν από τη διάδοση του παγκρήτιου ρεπερτορίου. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια μουσική αποτύπωση που έγινε, κυριολεκτικά στο “παρά πέντε”, διασώζοντας ψηφίδες ενός παμπάλαιου μουσικού πολιτισμού, ο οποίος πλέον έχει, σε μεγάλο βαθμό, περάσει στη λήθη...

Στον πρώτο τόμο περιλαμβάνονται βιογραφικά σημειώματα του Baud-Bovy, της Μαζαράκη και της Αγιουτάντη, από τον Λιάβα και τον Δραγούμη. Περιλαμβάνονται επίσης τα ημερολόγια των αποστολών, τα οποία καταγράφουν βήμα προς βήμα την έρευνα, ρίχνοντας φως στις συνθήκες και στις εντυπώσεις των ερευνητών. Γραμμένα με μια γλώσσα που πολλές φορές παραπέμπει σε ημερολόγια περιηγητών, σκιαγραφούν ανθρώπους, καταστάσεις, σκέψεις, ενώ δεν παραλείπουν να περιγράψουν τη φύση της Κρήτης, προσκαλώντας και προκαλώντας τον αναγνώστη να γίνει συνοδοιπόρος της ερευνητικής ομάδας. Ο τόμος συμπληρώνεται από μια σειρά άρθρων του Baud-Bovy σχετικά με τα τραγούδια και τους χορούς της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης. Μερικά από αυτά έχουν δημοσιευτεί (κυρίως στα γαλλικά), ενώ κάποια άλλα ήταν ανακοινώσεις του σε συνέδρια. Η έκδοση των τελευταίων ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, καθώς για κάποια υπάρχουν παράλληλες γραφές, σημειώσεις, αναθεωρήσεις, γεγονός που κατέστησε απαραίτητη μια κριτική ανασύνθεσή τους. Το έργο αυτό ανέλαβε ο επιμελητής, Λ. Λιάβας. Η έκδοση των άρθρων αυτών έρχεται να συμπληρώσει την παλαιότερη μελέτη του Baud-Bovy για τα ριζίτικα τραγούδια της δυτικής Κρήτης. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τις μουσικές καταγραφές των κομματιών. Εκεί μπορεί κανείς να θαυμάσει τη λεπτολόγο εργασία και την καταγραφική δεινότητα του Baud-Bovy, η οποία βασίζεται στη βαθιά γνώση του ρεπερτορίου αλλά και των τεχνικών ιδιαιτεροτήτων των μουσικών οργάνων. Την ηλεκτρονική μεταγραφή τους επιμελήθηκε ο Θανάσης Μωραϊτης, ερευνητής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Οι τόμοι πλαισιώνονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό απο την έρευνα. Ιδιαίτερη πρόκληρη ήταν και η μεταγραφή των ηχογραφήσεων, η οποία έγινε με εξαιρετική φροντίδα και γνώση από τον Χρίστο Χατζηστάμου (Athens Mastering). Πέρα από τη φθορά του χρόνου, που ήταν έκδηλη σε μαγνητοταινίες του 1950, είχαν να αντιμετωπιστούν και τεχνικές “σπαζοκεφαλιές”, όπως ο καθορισμός του ακριβούς τονικού ύψους, λόγω της ασυμβατότητας του ηλεκτρικού ρεύματος με το οποίο είχε κάθε φορά λειτουργήσει το μαγνητόφωνο.

Πρόκειται για μια μνημειώδη έκδοση, η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για την ελληνική εθνομουσικολογική έρευνα. Με τους απόηχους των λυράρηδων και των τραγουδιστριών να ξεπροβάλλουν στο σήμερα, διδάσκοντάς μας το μουσικό ήθος μιας άλλης εποχής!..

Bagpipes of Greece

Hitech, Νοέμβριος 2006

Bagpipes of Greece: Recordings and notes by Wolf Dietrich.
2005, Topic Records, 1 CD, διάρκεια: 66:35.
Δικτυακός τόπος: www.topicrecords.co.uk


Πόσοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα υπάρχει πλουσιότατη και μακραίωνη παράδοση ασκαύλων; Η πιο συνηθισμένη αντίδραση κάποιου που βλέπει να παίζεται μια γκάιντα ή μια τσαμπούνα, πάντως, είναι η ακόλουθη: «μα καλά, αυτά τα όργανα δεν υπάρχουν μόνο στη Σκοτία»; Η άγνοια αυτή δεν είναι τυχαία. Οι άσκαυλοι ήταν κατεξοχήν ποιμενικά και «πρωτόγονα» όργανα, συνυφασμένα με τις παλαιές αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες. Επόμενο ήταν, με την αλλαγή των κοινωνικών δομών, να απαξιωθούν και να υποχωρήσουν δραματικά, δίνοντας τη θέση τους σε όργανα πιο δεξιοτεχνικά, όπως το βιολί και το κλαρίνο.

Η έκδοση αυτή του μουσικολόγου Wolf Dietrich είναι μια ανθολογία των κατά τόπους παραδόσεων ασκαύλων της Ελλάδας. Οι ηχογραφήσεις έχουν γίνει σε μια περίοδο τριάντα χρόνων και αφορούν γκάιντες από τη Θράκη και τη Μακεδονία, καθώς και τσαμπούνες τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Εύβοια, ασκομαντούρα από την Κρήτη και τουλούμ από τον Πόντο. Η ανθολόγηση είναι εύστοχη, δίνοντας δείγματα από τις διάφορες πτυχές του ρεπερτορίου σε κάθε περιοχή. Επιπλέον, επιχειρείται να περιληφθούν κομμάτια από όσο το δυνατόν περισσότερες κατά τόπους παραδόσεις. Σε ό,τι αφορά την γκάιντα, πέρα από την πιο γνωστή και προβεβλημένη παράδοση της Θράκης και της ορεινής ζώνης του νομού Σερρών, περιλαμβάνονται δείγματα από τη Χαλκιδική και την Αριδαία. Περιλαμβάνονται, επίσης, από δύο δείγματα του ποντιακού τουλούμ και της κρητικής ασκομαντούρας, όργανα τα οποία ακούγονται ελάχιστα στις μέρες μας. Παραπάνω από τα μισά κομμάτια του δίσκου αφορούν τους διάφορους τύπους τσαμπούνας. Έτσι, εκπροσωπείται η Σάμος, η Χίος, η Τήνος, η Έυβοια, η Κάλυμνος, η Κως και, φυσικά, η Κάρπαθος, με τα περίφημα «λυροτσάμπουνα», όπου η τσαμπούνα συμπράττει με τη λύρα και το λαούτο.

Το ένθετο φυλλάδιο παρέχει συνοπτικές αλλά ουσιαστικές πληροφορίες για τα κομμάτια καθώς και ένα δισέλιδο σημείωμα για τους ασκαύλους της Ελλάδας. Ωστόσο, θα περιμέναμε μια σύντομη περιγραφή των οργάνων και των κατά τόπους διαφοροποιήσεών τους ως αυτόνομο κείμενο, πέρα από τα σχόλια που συνοδεύουν κάποια από τα κομμάτια. Κάτι που λείπει ιδιαίτερα στην περίπτωση της τσαμπούνας, όπου έχουμε τρεις διαφορετικούς οργανολογικούς τύπους, με τον καθένα να έχει εντελώς διαφορετικό ήχο και τεχνική. Αυτό, πάντως, δεν μειώνει την αξία της έκδοσης, η οποία είναι μοναδική στο είδος, προσφέροντας μια σφαιρική εικόνα για τα όργανα αυτά.

Ο Dietrich στο σημείωμά του αναφέρει ότι στην Ελλάδα δεν έχει παρατηρηθεί αναβίωση της παράδοσης των ασκαύλων, όπως σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, ευτυχώς, αυτό τείνει να αλλάξει. Το ρεύμα αυτό, βέβαια, είναι στα πρώτα του βήματα. Με τις ετήσιες συναντήσεις στις Κυκλάδες, με την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών και, πάνω απ’ όλα, με τη σταδιακή γνωριμία του πλατύτερου κοινού με αυτά τα μοναδικά όργανα και τις εκστατικές μουσικές τους. Ίσως σε πέντε χρόνια η κατάσταση να είναι τελείως διαφορετική. Το σίγουρο είναι ότι εκδόσεις τέτοιου υψηλού επιπέδου συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση!.. Το «Bagpipes of Greece» μπορείτε να προμηθευτείτε από το διαδικτυακό βιβλιοπωλείο Amazon.

*****

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Νίκος Γράψας: Ένας ταξιδευτής των ήχων

Αποσπάσματα από συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Νίκος Γράψας, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hitech, τεύχος Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2004.

Νίκος Γράψας: Ένας ταξιδευτής των ήχων…

Ο Νίκος Γράψας δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ένας από τους πρωτεργάτες της «επαν-ανακάλυψης» των παραδοσιακών οργάνων και του παραδοσιακού ήχου, μια εποχή όπου, όλα έδειχναν ότι τα ακούσματα αυτά ήταν ένα μακρινό παρελθόν. Η διαδρομή του ξεκινά επίσημα με τις «Δυνάμεις του Αιγαίου», στις αρχές της δεκαετίας του ’80, για να περάσει στους «Άβατον», στην «Πάραλο» και σε άλλα μουσικά σχήματα. Πώς, όμως, κινήθηκε σ’ αυτόν το χώρο, μια εποχή που τα όργανα αυτά, ακόμη και σε οπτικό επίπεδο, ήταν άγνωστα; Και τι πιστεύει για τη σημερινή δισκογραφική πραγματικότητα; Αυτά είναι μόνον μερικά από τα σημεία που έθιξε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Ας ξετυλίξουμε, λοιπόν, μαζί το νήμα…

Γεννημένος στη Λευκάδα και μεγαλωμένος στην Αθήνα, άκουγε από τη μια παραδοσιακά τραγούδια, στα οικογενειακά γλέντια κι από την άλλη εμποτιζόταν από τη ροκ ατμόσφαιρα της εποχής. Όλα αυτά, πριν αρχίσει τις συστηματικές του σπουδές στο ωδείο.

Έκανα τον «DJ» στις γιορτές του σπιτιού. Είχα τους δίσκους στη σειρά, συνήθως σαρανταπεντάρια με δημοτικά. Αυτά παίζαν στη δική μου οικογένεια. Κάποια στιγμή, ασχολήθηκα με την κιθάρα και με κάποιους φίλους από το σχολείο αρχίσαμε να κάνουμε τα πρώτα γκρουπάκια. Αυτά πριν τριάντα χρόνια. Στη Μεταπολίτευση. Σ’ εκείνη την ηλικία, μέχρι να τελειώσω το λύκειο, δεν είχα πάει σε ωδείο. Μετά πήγα. Έκανα κιθάρα, την τελείωσα και μετά πήγα προς πιάνο και θεωρητικά. Ο δάσκαλος καμιά φορά παίζει ρόλο. Είχα τον Δραγατάκη στη φούγκα και την ενορχήστρωση. Είχαμε ένα σχέδιο, να γράψει ένα κονσέρτο για το ούτι, όπως είχε γράψει για το σαντούρι. Με έβαζε και του έπαιζα στο σπίτι του. «Παίξε ό,τι θέλεις, ό,τι μπορεί να βγάλει αυτό το όργανο», μου έλεγε, και ηχογραφούσε ώρες ατελείωτες. Δεν προφτάσαμε, όμως.

Πώς όμως πέρασε στη φάση του «παραδοσιακού»; Και πόσο επαρκής είναι αυτός ο όρος;

Δεν μπορώ να το ονομάσω. Εδώ, μπορώ να σου πω ότι δυσκολεύομαι. Υπάρχει η τάση στην Ελλάδα να λέγονται όλα παραδοσιακά. Το ούτι δεν μπορώ να το πω παραδοσιακό όργανο, όταν έχει πίσω του μια τέτοια λόγια παράδοση. Ούτε το «όργανα της ανατολής» μου αρέσει. Μάλλον το όνομά τους φτάνει. Δε λέμε ούτε «γερμανικό πιάνο», ούτε «λόγιο γερμανικό πιάνο». Πιάνο και τελείωσε.

Το πρώτο «παραδοσιακό» όργανο με το οποίο ασχολήθηκα ήταν το λαούτο, γιατί μόνον αυτό μπορούσες να βρεις εδώ τότε. Η λύση ήταν να πάμε στην Πόλη, στη Σμύρνη ή στην Αίγυπτο, στο Κάιρο. Κι έτσι πέσαν τα πρώτα όργανα στα χέρια μας. Σάζι, νομίζω, ότι πρέπει να ήμουν από τους πρώτους που έφεραν από την Τουρκία. Και ο Τσιαμούλης ούτι και ο Ταμπούρης κανονάκι. Και νέι, σίγουρα, ήταν το πρώτο του Τσιαμούλη. Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει από τότε. Ακόμη και τα τελευταία ούτια που παραγγείλαμε τελευταία, μαζί με τον Ross Daly, συνέπεσε να είναι από τον ίδιο μάστορα από την Πόλη.

Τον προβληματίζει το ότι δεν κατασκευάζονται συστηματικά τα όργανα αυτά και στην Ελλάδα, παρόλη την «έκρηξη» του ενδιαφέροντος που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.

Κακά τα ψέματα, χωρίς τους εκφραστές αυτής της κουλτούρας, που είναι τα όργανα, δεν έχεις και τη μουσική. Είμαστε γεμάτοι κιθάρες εδώ και σύνθι, άντε και ταραμπούκες τελευταία. Ως εκεί. Αν δεν έχεις όργανα, δεν μπορείς να αναπτύξεις τίποτα.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, βέβαια, παρατηρείται μια «έκρηξη» του ενδιαφέροντος γι’ αυτά τα πράγματα. Και φαίνεται σαν έκρηξη, γιατί παραήτανε στο «χρονοντούλαπο» έως τότε. Η αφορμή, μάλλον, ήτανε τα μουσικά σχολεία. Γιατί γίνανε τριάντα - τόσα μουσικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν ένα σε κάθε νομό, όπου μέσα στα ευρωπαϊκά μαθήματα μπήκαν και τα μαθήματα της άλλης παράδοσης, της «ανατολικής», ας το πούμε. Και κάποια μπήκανε υποχρεωτικά, όπως η βυζαντινή, όπως και από την ευρωπαϊκή μπήκε το πιάνο. Έτσι, υποχρεωτικά, όλοι άρχισαν να αγοράζουν αυτά τα όργανα. Με αυτόν τον τρόπο, πάντως, είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν κάποια «μουσικά κατάλοιπα», «απωθημένα», που δεν μπορούσαν με τα άλλα όργανα. Και, όντως, κάποιοι τα αγαπήσανε.

Ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτήν την «έκρηξη», πάντως, ήταν και η δραστηριότητα των «Δυνάμεων του Αιγαίου». Ενός σχήματος από πέντε νέους μουσικούς (Γράψας, Τσιαμούλης, Ζευγώλης, Ταμπούρης, Κλαπάκης), οι οποίοι έδωσαν μια φρέσκια πνοή, μακριά από την ακαδημαϊκίστικη προσέγγιση που υπήρχε έως τότε. Ο Νίκος Γράψας μας μετέφερε κάποιες στιγμές από εκείνη την εποχή.

Η πρώτη αντίδραση ήταν το ξάφνιασμα. «Τι είναι αυτά!..». Μερικοί, που τύχαινε να τα γνωρίζουν, επειδή ίσως είχαν δει κάποιον μουσικό από αυτούς που είχαν έρθει από τη Μικρασία, όπως τον Στεφανίδη στο κανονάκι, ξέραν τι είναι. Οι νεότεροι μουσικοί εδώ, οι «Αθηναίοι», δεν ήξεραν τι είναι αυτά και πώς παίζονται.

Υπάρχει, μάλιστα, ένα χαριτωμένο περιστατικό. Εμείς ήμασταν «ανακάλυψη» του Σαββόπουλου. Μας καλούσε τακτικά στο σπίτι του: «Ελάτε απόψε, θα έρθουν μερικοί φίλοι, να δούνε τα όργανα και να παίξετε». Μια βραδιά, πρέπει να ήμουν είκοσι δύο – είκοσι τριών χρόνων, πάμε και βλέπουμε ένα «τιμ» με Χατζιδάκι, Θοδωράκη και μερικούς άλλους. Ο Θοδωράκης, κάποια στιγμή, αφού κοίταζε τα όργανα, με ρώτησε ψιθυριστά: «αυτά τα δύο είναι λαούτα»; «Όχι, του λέω, το ένα είναι λαούτο και το άλλο ούτι». Φαντάσου, λοιπόν, τι άγνοια υπήρχε γύρω από αυτά τα όργανα, ακόμη και από ανθρώπους του μεγέθους του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος έχει ταυτιστεί με τον ελληνισμό.

Από την άλλη, σ’ αυτούς που κινιόντουσαν σ’ αυτόν τον χώρο, ειδικά σ’ όσους είχαν «καθοδηγητική» θέση, δεν κάναμε καλή εντύπωση. Θυμάμαι ότι κανείς δεν είπε «μπράβο», εκτός από κάποιους μουσικούς. Μας καταλόγιζαν ότι δεν κρατήσαμε τους τύπους και τα πρότυπα της κάθε περιοχής. Και εμείς, θυμάμαι, από τότε διαφωνούσαμε. Και λέγαμε: «γιατί να μας φωτογραφήσεις εσύ το στιγμιότυπο που θέλεις, που είσαι κι εσύ μέσα και να μη μας φωτογραφήσεις το προηγούμενο από σένα, να δούμε, έτσι ήταν πριν;». Μη φωτογραφήσεις το 1930 ή το 1950 και να πεις «να τη η παράδοση». Πριν απ’ αυτό, τι; Μετά τι; Τελείωσε;

Εμάς, πάντως, άμεσα δεν μας είπε κανείς τίποτα. Μερικοί, βέβαια, μας υποστήριζαν. Θυμάμαι μάλιστα ένα περιστατικό, με τον Παναγιώτη Κουνάδη, τον γνωστό ερευνητή του ρεμπέτικου. Μας συνάντησε τυχαία, στον δρόμο, στην Ακαδημίας. Δεν τον ξέραμε εμείς. «Επ, εσείς δεν είσαστε αυτοί»; Είχαμε βγει κανα – δυο φορές στην τηλεόραση, βλέπεις. «Ξέρετε τι έχετε κάνει;» «Τι κάναμε;», του απαντάμε. «Δεν έχετε καταλάβει; Κλείσατε μια τρύπα από το 1930 έως το 1970, την περίοδο της στασιμότητας ή, ακόμη, και της απαγόρευσης αυτής της μουσικής». Γιατί, όπως ξέρεις, μετά από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και τους ρεμπέτες, η δισκογραφία κινήθηκε κατευθείαν προς τη Δύση, με τον Μητσάκη, τον Χιώτη και τους άλλους. Από την «από ‘δω» πλευρά δεν έμεινε τίποτα. Ούτε φθογγολόγιο, ούτε λαϊκοί δρόμοι, ούτε καν τα ίδια τα όργανα!..

Ένας ακόμη λόγος που μας αντιμετώπισαν θετικά, είναι επειδή ακούγονταν τα όργανα καθαρά και κουρδισμένα κι επειδή δεν τραβάγαμε κανένα ζόρι με τον ήχο αυτό ως έκφραση της «ελληνικής λεβεντιάς». Έτσι, ο ήχος μας φάνηκε σαν ένα γεγονός της εποχής. Δεν ήταν μια «αναβίωση». Και ούτε θέλαμε κάτι τέτοιο. Να αναβιώσουμε τι; Αφού δεν ξέραμε τι υπήρχε στο παρελθόν.

Οι «Δυνάμεις» υπήρξαν για εννιά χρόνια. Από το 1983 έως το 1992. Η πρώτη δισκογραφική δουλειά ήταν ο ομώνυμος δίσκος, στη Λύρα. Μετά ήταν το «Ήχος δεύτερος» και τελευταίο το «Ανατολικό Παράθυρο». Αυτοί οι τρεις δίσκοι και κάτι συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, όπως του Σταυριανού και του Μαρκόπουλου. Αυτά ως αίσθηση ήχου.

Δεν είναι ότι δεν είχαμε τι να κάνουμε, απλά, υπήρχαν διαφορετικοί ρυθμοί. Εγώ τότε είχα «φόρα» και βαριόμουνα το πολύ «περίμενε» και τον αργό ρυθμό. Εκείνη την εποχή έκανα τις «Γυναίκες της πίκρας», το «Στα βουνά της Αρκαδίας» και μετά δύο διπλά CD. Το «Στις θάλασσες της Ιωνίας» και το «Μια κόρη από την Αμοργό».

Στο σημείο αυτό, η συζήτηση στρέφεται, αναπόφευκτα, προς την δισκογραφική πραγματικότητα. Ποιες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν στην προβολή των «Δυνάμεων του Αιγαίου» είκοσι χρόνια πριν και σήμερα δεν αφήνουν χώρο για αντίστοιχες δραστηριότητες;

Υπάρχει πολύ μουσική, αλλά δεν υπάρχει αγορά. Οπότε, δεν παράγεις. Αν δεν παίζεις ζωντανά, δεν έχει αγορά. Όσο υπάρχουν χώροι, κανένα φεστιβάλ, να παίζει κανένας ξένος, κανένας Έλληνας, να «ξαναμπαίνει στο μάτι μας» κανένα ούτι και κανένα τέτοιο όργανο. Τότε αναζωπυρώνεται η αγορά και οι έμποροι λένε «δώσε CD στα μαγαζιά, γίνονται συναυλίες παραδοσιακής μουσικής». Τότε βρίσκεις. Μετά δεν βρίσκεις και να θες. Πας σ’ ένα δισκοπωλείο και δεν έχει. Δεν υπάρχει χώρος. Είναι τρομερή η παραγωγή των ποπ σήμερα και κοιτάνε, με νύχια και με δόντια, να προωθήσουν αυτά.

Το πρόβλημα αυτής της μουσικής είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο σύστημα διάθεσης. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν υπάρχουν οι παραγωγοί που υπήρχαν κάποτε. Μάλιστα, επειδή δεν είσαι τραγουδιστής, δηλαδή του χεριού της εταιρίας, αλλά είσαι γκρουπ, σου λέει «δεν σου δίνω παραπάνω ποσοστά από τη διανομή, σου δίνω όσα δίνω και στους άλλους». Αυτός προσπαθεί να σε ρίξει. Σου λέει «διαφορετικά, θα κάνω κακό προηγούμενο». Έτσι, δεν σου κάνει συμφωνία και σε κόβει τελείως. Ενώ τον τραγουδιστή κάνουν ό,τι θέλουνε. Υπάρχει πληθώρα! Είναι σημείο των καιρών, βλέπεις. Στο Εθνικό Ωδείο, όπου διδάσκω, το τμήμα του ελαφρού τραγουδιού είναι τρίτο σε αριθμό μαθητών, μετά το πιάνο και την κιθάρα!..
Τότε υπήρχαν κάποιοι μουσικοί που κάναν και τους παραγωγούς: ο Σαββόπουλος και ο Χατζιδάκις, για παράδειγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι τη μια παραγωγή μας την έκανε ο Χατζιδάκις στον Σείριο και την Άλλη ο Σαββόπουλος στη Λύρα. Και δεν έβγαλε μόνον εμάς. Κοίταξε να δεις συγκυρία: Παπάζογλου, Ξυδάκης, Φατμέ, η Ελευθερία Αρβανιτάκη με την Οπισθοδρομική Κομπανία, Δυνάμεις του Αιγαίου. Όλα αυτά στο μικρό διάστημα που δεν ξέρω πώς είχε κάτσει και έκανε ο Σαββόπουλος παραγωγές στη Λύρα. Στον Σείριο, αντίστοιχα, υπήρχε άλλη μια ομάδα. Αυτοί οι δύο, ο Χατζιδάκις και ο Σαββόπουλος, είχαν μια σχέση καλή, αλληλοεκτίμησης. Αυτή ήταν η συγκυρία. Και είχαν χέρι μέσα στις εταιρίες που δουλεύανε. Κάτι που δεν άφησαν μετά οι πολυεθνικές να ξανασυμβεί. Δηλαδή να μπούνε μουσικοί με άποψη μέσα στην παραγωγή. Ενώ έτσι θα ‘πρεπε να είναι κανονικά. Προς Θεού!.. Μετά παραγωγοί ήταν κάποιοι κύριοι, οι οποίοι, με τις τέχνες τουλάχιστον, δεν είχαν καμία σχέση.

Γίνεται μεγάλος πόλεμος. Για παράδειγμα: Η εταιρία που έβγαλε το σάουντρακ της Ευανθίας Ρεμπούτσικα από την «Πολίτικη Κουζίνα» ήταν ανεξάρτητη. Ο δίσκος πήγε πολύ καλά. Όμως, επειδή η εταιρία δεν ανήκε στην ένωση δισκογραφιών εταιριών, δεν συμπεριλήφθηκε ο δίσκος αυτός ως υποψήφιος για τα βραβεία «Αρίων». Ούτε μπορείς να συμπεριληφθείς στο “top 20”. Αν είσαι τέτοια εταιρία και δεν είσαι στην «παρέα», δεν φαίνεσαι. Πρέπει να έχεις ένα αυτόνομο σύστημα, με δικό σου σύστημα διανομής, να πεις ότι θα κάνω κάτι. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρέπει να έχεις υποστήριξη από κάποιους φορείς, είτε κρατικούς είτε ιδιωτικούς.

Θα μπορούσε, όμως, η ελληνική αγορά, να αντέξει ένα «κύμα» μουσικών του παραδοσιακότροπου ήχου;

Εκατό τοις εκατό!.. Κατ’ αρχάς είναι όργανα ελκυστικά, στον ήχο τους. Αν κάποιος εξασφαλίσει έναν τρόπο να μπορέσει ν’ ακουστεί, μπορεί να κάνει καταπληκτικά πράγματα με αυτά τα όργανα. Ξέρεις τι νομίζω ότι είναι αυτό που τα «συκοφαντεί»; Η λογική της «κομπανίας», ο παλαιός τρόπος, που δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις των καιρών. Ξέρεις, αυτό το τυποποιημένο το παλαιό που το θεωρούμε εμείς σώνει και καλά παράδοση και πρέπει να το ακολουθούμε. Όχι. Ας ανοιχτούμε.

Το πρόβλημα είναι αλλού. Δεν έχουμε παραγωγούς. Αυτό μας λείπει. Κάποιος που να αναλάβει κάποιο σχήμα και να του δώσει τη δυνατότητα να βγάλει τον ήχο του. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από μας σ’ αυτό το σημείο. Έχουν κάνει τρομερές καινοτομίες στο παίξιμο των οργάνων και είναι ανοιχτοί στον πειραματισμό. Εδώ δεν τολμάμε, γιατί είναι όλα περιχαρακωμένα: παραδοσιακή – κλασική. Άμα καταφέρουμε να το ξεπεράσουμε, θα είναι πολύ καλό. Γιατί τα ίδια τα όργανα είναι πολύ ελκυστικά.

Κατά πόσο, όμως, μπορεί να βρει «μια θέση στον ήλιο» μια μουσική σκηνή που βρίσκεται πέρα από τη λογική των πολυεθνικών, ακόμη κι αν είναι βαθύτατα ριζωμένη στην ψυχή ενός λαού;

Δεν γνωρίζω ποιος θα νικήσει. Θα νικήσει η διάθεση των ανθρώπων των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, ή θα νικήσουν οι βιομηχανίες και η αγγλοσαξονική λογική της ποπ; Εκτός αν οι τελευταίοι πούνε «ΟΚ, άστους να παίζουν εκεί κάτω και βάλτους να μας φέρνουνε λεφτά». Μπορεί και αυτό να συμβεί. Γιατί οι ρίζες που έχουν οι μουσικές αυτές σ’ εμάς είναι πολύ βαθιές. Δεν σκέφτομαι μόνον την Αθήνα γι’ αυτά που σου λέω τώρα, αλλά σκέφτομαι και την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Μη σου πω και τα Βαλκάνια. Στις βαλκανικές χώρες η μουσική αυτή είναι στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Το ίδιο και στις απέναντι ακτές. Εμείς το ‘χουμε χάσει το παιχνίδι λίγο. Στη Σμύρνη, όμως, είναι πολύ δύσκολο να δεις κιθάρα. Τους βλέπεις όλους μ’ ένα σάζι στο χέρι. Δεν είναι τυχαίο ότι τα όργανα αυτά είναι συνδεμένα με τους Αλεβί. Ή το νέι με τους Δερβίσηδες. Είναι δύσκολο να τους τα πάρεις αυτά από τα χέρια κι από την ψυχή.

Σ’ εμάς, από την άλλη, η εκδυτικοποίηση ήταν πολύ επιθετική. Σε βαθμό κακουργήματος!.. Τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια δεν γίνεται άλλη δουλειά. Το ζητούμενο είναι πώς να σπάσουμε το ανατολικό κεφάλι που ξεπετάγεται!..

Όσο για την “ethnic” σκηνή ή την περίφημη “world music”:

Τίποτα περισσότερα από αυτά που είπα παραπάνω. Απλά, η οικειοποίηση από τις πολυεθνικές εταιρίες της μουσικής παραγωγής άλλων χωρών. Τόσο σε επίπεδο μουσικών, όσο και σε επίπεδο ακροατών. «Τέτοια ακούτε εκεί;» βουτάνε δυο – τρεις μουσικούς, τους βάζουνε να παίξουν μαζί και μετά το πλασάρουν στην αγορά.

Όλες αυτές οι «συμπράξεις», είναι καθαρά «μαγειρέματα» των εταιριών. Ξέρεις τι σημαίνει να συνεργαστώ εγώ π.χ. με μια τραγουδίστρια από την Πόλη; Για να γίνει αυτό, με φυσιολογικούς όρους, πρέπει να είμαστε και οι δύο “hi society” να μην έχουμε τι να κάνουμε και να πηγαίνουμε πότε εγώ εκεί και πότε να έρχεται αυτή εδώ. Δεν είναι εύκολο. Εκτός, αν συναντηθούμε ως μετανάστες, στη Νέα Υόρκη. Εκεί συνέβησαν τέτοια πράγματα, αλλά ξεφουσκώσανε. Έγιναν κάποιες προσπάθειες με μίξεις διαφόρων οργάνων, αλλά δεν προχωρήσανε σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Μείναν σε επίπεδο «γλεντιού». Δεν γίνονται, όμως έτσι αυτά τα πράγματα. Και δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει σώνει και καλά να τα κάνουν.

Σίγουρα, πάντως, υπάρχει ανάγκη επικοινωνίας ανάμεσα σε μουσικούς από διαφορετικούς πολιτισμούς. Δεν ξέρω, όμως, από πού θα περάσει αυτό. Πάντως, μπορεί να γίνει μόνον σε μεγαλουπόλεις. Αλλά και εκεί δύσκολα. Στη Αθήνα, για παράδειγμα, πόσους Έλληνες γνωρίζουμε να παίζουν με Αλβανούς;

Η επικοινωνία, μέσω της μουσικής, ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολη. Η μουσική λειτουργεί, πολλές φορές, σαν ένα δυνατό ντόπινγκ, λόγω της φύσης της, λόγω του ήχου δηλαδή. Μπορεί να σου φτιάξει ένα αρμονικό «κουκούλι» γύρω σου και να συντονίζεσαι μόνο μ’ αυτή τη μουσική. Να ακούς, ας πούμε, μόνον κρητικά. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορείς να ενταχτείς κοινωνικά, γιατί το ίδιο το κουκούλι σε περιχαρακώνει. Και αυτό όχι μόνον σε επίπεδο ήχου, αλλά σε επίπεδο συμπεριφοράς. Φοράς τα ρούχα που φοράνε όλοι όσοι ακούνε αυτή τη μουσική. Βλέπεις, ας πούμε, τους χεβιμεταλάδες. Είναι ντυμένοι σαν χεβιμεταλάδες οι ράπερ είναι αλλιώς και μεταξύ τους πλακώνονται. Δεν είναι καλό αυτό. Γιατί αποκτάς εμμονές όχι λόγω της μουσικής καθαυτής, αλλά λόγω των συμφραζομένων της.

Το κακό, για μένα, είναι ο φανατισμός που μπορεί να φέρει η περιχαράκωση μέσα από τη μουσική και η μη επικοινωνία με τους άλλους. Αν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με τον άλλον με κάτι τόσο ρευστό, όσο η μουσική, τότε φαντάσου τι πρόβλημα επικοινωνίας μπορεί να υπάρξει σε άλλα θέματα!..

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Μυηση...

Δώστε μουσική στη σάρκα
και σάρκα στη μουσική...

Ξεφυλλίζοντας ένα παλιό περιοδικό βρέθηκα μπροστά σ’ αυτή τη φράση. Τη διάβαζα, την ξαναδιάβαζα.... κοντοστεκόμουν. Τόνιζα κάθε φορά κι άλλη λέξη, προσπαθώντας να φωτίσω τη μουσικότητα της κάθε μίας
“Δώστε μουσική στη σάρκα
και σάρκα στη μουσική.”
Και ο ρυθμός που ξεπήδαγε απ’ τις λέξεις αυτές, όσο πήγαινε αντιχρονιζόταν με τον ήχο των τυμπάνων που σήμαιναν γύρω μου σταθερά κι ατέρμονα, σα να συνόδευαν αλυσσοδεμένους κωπηλάτες. Και δεν ήταν μόνο τύμπανα. Ήταν και πένθιμες καμπάνες και σειρήνες και χίλιοι δυο άλλοι ήχοι σα να μετακινείς γρήγορα τη βελόνα του ραδιοφώνου αλλάζοντας τις συχνότητες, ψάχνοντας για τη δική σου.

Όσο επαναλάμβανα τα λόγια αυτά, τόσο ξεκαθάριζε ο ρυθμός τους, που όσο πήγαινε άρχιζε να επισκιάζει τους ήχους που με περιέβαλαν. Σιγά - σιγά νταούλια, τουμπελέκια, ντέφια, σείστρα, ροκάνες και κουδούνια άρχισαν να παίζουν ένα καινούριο ρυθμό. Εφτά ζουρνάδες παίζαν ακατάληπτες μεθυστικές μελωδίες. Ο κόσμος γύριζε. Τα πεύκα, τα κυπαρίσσια κ’ οι δυο μηλιές στη μεση περιστρέφονταν δαιμονοσμένα πάνω απ’ το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να σπάσει. Σκοτάδι άρχισε να καλύπτει τα μάτια και το μυαλό μου, ενώ τ’ αφτιά μου ακούγανε ολοένα και μακρύτερα πια αυτό το ρυθμό.

Φαίνεται ότι έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα τα πάντα είχαν εξαφανιστεί και ακουγόταν μονάχα ένα ταμπορέλο να παίζει το ρυθμό της ταραντέλλα πίτσικα: ντουμ τεκετεκα ντουμ τεκετεκα ντουμ τεκετεκα ντουμ..........
Έψαξα να βρώ αυτόν που έπαιζε το ταμπορέλο. Διέκρινα μια φυσιογνωμία, άλλά δε μπόρεσα να δώ το πρόσωπό του. Ο ρυθμός του άρχισε να με συνεπαίρνει.

“Ποιός είσαι..” ρώτησα “Δε μπορώ να σε δώ”
“Κανείς δε μπορεί να με δεί εμένα. Μπορούν μονάχα να μ’ ακούσουν λίγοι, πολύ λίγοι.»
“Ποιός είσαι, από πού έρχεσαι; Μου φαίνεσαι γνωστός...”συνέχισα.
Τότε εκείνος γέλασε: “Με βλέπεις πρώτη φορά κι όμως με ξέρεις. Εμαι αυτό που επιδιώκεις κι αυτό που σε επιδιώκει. Είμαι αυτό που από το απώτατο παρελθόν εώς το απώτατο μέλλον χτυπάω τα σήμαντρα της εγρήγορσης. Είμαι αυτό που οδήγησε τόσους και τόσους στην αθανασία αλλά και στη λήθη, στα επουράνια και στα καταχθόνια και είμ’ αυτό που χαρακτηρίζει και διέπει κάθε τι άξιον. Αυτό είμ’ εγώ και ταυτόχρονα τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Άν είσαι άξιος, χόρεψε”

Συνέχιζε να παίζει αδιάκοπα. Δε μίλαγε...δε μίλαγα. Άρχισα να χορεύω κυκλικά. Χόρευα, χόρευα... Σιγά - σιγά άρχισα να νοιώθω το κεφάλι μου βαρύ... συνέχιζα... Άρχισε να σιγομουρμουράει λόγια ακατάληπτα και να σιγοτραγουδάει. “Πιό δυνατά, πιό δυνατά, θέλω ν’ ακούω το τραγούδι σου” πήγα να πώ, αλλά είχε κολλήσει ο λαιμός μου. Το κατάλαβε... συνέχισε να παίζει με πιό πολλή δύναμη:
“Όποιος ψηλά δεν πέταξε, δεν ξέρει τί’ναι κάστρο
κι όποιος το φώς δεν άγγιξε ποτέ δε γίνετ’ άστρο..”
Αυτό ήταν! Επιτέλους άκουγα το τραγούδι του και άρχισα να συντονίζομαι ολόκληρος: Πόδια, σώμα, μυαλό, ψυχή. Η φράση που διάβαζα και που τόσο έψαχνα να βρώ τη μουσικότητά της ήρθε να πλεχτεί με το τραγούδι αυτό μεσα απ’ την έκσταση. Και τότε νταούλια, τουμπελέκια, ντέφια, σείστρα, ροκάνες και κουδούνια άρχισαν να παιανίζουν λυτρωτικά. Εφτά ζουρνάδες συνόδευαν το τραγούδι του και ο ρυθμός μαζί με το τραγούδι συνεχίζονταν ολοένα μεχρι εκεί που η ύλη γίνεται ενέργεια και η ενέργεια ύλη και μέχρι εκεί που το γέλιο ενώνεται με το κλάμα για να καταλήξουν στον οργασμό. Κι εγώ, στον ποταμό του κόσμου ανάμεσα να χορεύω - πεσμένος πια στο έδαφος - και να ενώνομαι με τις κραυγές αγέννητων και νεκρών.

Έπεσα κάτω εξαντλημένος. Το ταμπορέλλο σταμάτησε. Ο νούς μου βούιζε απ’ ότι είχα ακούσει μέχρι τότε στη ζωή μου. Φωνές, τραγούδια, όργανα, για να καταλήξουν όλα μαζί στον ήχο ενός λαούτου που έπαιζε ένα ταξίμι. Ένα ταξίμι που τα γυρίσματά του λές και βγαίναν από μέσα μου. Εκείνος ήρθε από πάνω μου. “Καλή αρχή και καλό τέλος” μου είπε. “Και μια που σ’ αρέσουν τα τραγούδια μου, άκου άλλο ένα:
Τούτο τον κόσμο τον καλό άλλοι τον ειχαν πρώτα
τώρα τον έχουμε κι εμείς κι άλλοι τον καρτερούνε...”
“Πές μου πώς σε λένε, σε παρακαλώ!” Τόλμησα
“Έχω τόσα ονόματα, όσοι και οι άνθρωποι στη Γή” μου απάντησε
“Μα το τραγούδι σου...” συνέχισα
“Το τραγούδι μου ανήκει σ’ αυτούς που είναι άξιοι να το ακούσουν. Και είναι άξιοι μόνο όποιοι κάνουν το σώμα τους μουσικό όργανο και το μυαλό και την καρδιά τους χορδές του. Όποιοι μπορούν να οδηγηθούν σε έκσταση διακρίνοντας τα Μεγάλα μέσα στα Μικρά και όποιοι μπορούν να φωνάξουν “εγώ” σκύβοντας ταυτόχρονα το κεφάλι στο “Αυτό”. Σ’ αυτούς ανήκει το τραγούδι μου και γι αυτούς υπάρχω. Γύρνα τώρα εκεί που ήσουνα. Και προσπάθησε να δώσεις και στους άλλους να καταλάβουν αυτά που είδες κι άκουσες». Έφευγε.... «Κι αν επιμένεις να μάθεις τ’ όνομά μου έχω μερικά κοινά σ’ όλη την οικουμένη και σ’ όλες τις γλώσσες: Πάθος με λένε κι Αγωνία και Μεράκι και Έρωτα.... Γειά σου!....”

Τίναξα το κεφάλι μου. Μπροστά μου ήταν ακόμη το παλιό περιοδικό. Το έκλεισα και άρπαξα το ντέφι μου. Άρχιζα να παίζω το ρυθμό εκείνου και να τραγουδάω το τραγούδι του!
“Όποιος ψηλά δεν πέταξε δεν ξέρει τί’ ναι κάστρο
κι όποιος το φώς δεν άγγιξε ποτέ δε γίνετ’ άστρο”

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!