Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Μια βραδιά ποντιακής μουσικής στην Άλλη Όχθη...

Είπα να γράψω δυο λόγια για την προχθεσινή βραδιά ποντιακής μουσικής στην Άλλη Όχθη, τώρα που οι εντυπώσεις είναι ακόμη νωπές. Δεν θα ήθελα όλο αυτό που βιώσαμε να ξεθωριάσει από τη ροή της καθημερινότητας...

Τον Μάκη τον Μαρμαρίδη τον είχα ακούσει για πρώτη φορά στην Άνδρο, στην Παγκυκλαδική και μια φορά στην Άρτα να παίζει σε μια φοβερή και τρομερή ταβέρνα της Άρτας, τους “Γαλάτες”. Καμιά σχέση με Γαλάτες, βέβαια. Απλά, είναι δύο αδέλφια, Σαρακατσαναίνοι, με κάτι μουστάκες να! Ε, δεν ήθελε και πολύ να τους βγει το παρατσούκλι... Ας είναι. Τον είχα ψιλοακούσει να παίζει άλλες κανα-δυο φορές, αλλά όχι για πολύ. Πιο πολύ για να μου δείξει κάποια πράγματα, μια και είμαι ο επόπτης της πτυχιακής του εργασίας. Όσο για τον Νίκο Χατζηδαυιτίδη, τον νταουλιέρη, το μόνο που ήξερα ήταν το όνομά του και το ότι είχε παίξει στην Ολυμπιάδα. Σημειώστε, επίσης, ότι ελάχιστα πράγματα γνωρίζω από την Ποντιακή μουσική. Το μόνο που ξέρω είναι σε θεωρητικό επίπεδο κάποια πράγματα και σε επίπεδο προσλαμβανουσών τα γνωστά “μπαλέτα” με τις ομοιόμορφες χορογραφίες. Στερεότυπα πράγματα, δηλαδή...

Έτσι, λοιπόν, ήμουνα περίπου προετοιμασμένος για το τι θα άκουγα στην Άλλη Όχθη, την Παρασκευή, 26 Μαρτίου. Η βραδιά άρχισε με καθυστέρηση δύο ακαδημαϊκών τετάρτων, γύρω στις 11. Το ακροατήριο –καμιά σαρανταπενταριά άτομα- αποτελούνταν από φίλους της Σμαράγδας – μέλη χορευτικών συγκροτημάτων και από Πόντιους, φίλους του Μάκη, αλλά και άλλους, σκόρπιους, που έμαθαν για την εκδήλωση είτε από την Ελευθεροτυπία, είτε από τα αφισάκια, είτε από τα δελτία τύπου, είτε από στόμα σε στόμα. Προσθέστε και κάποιους σταθερούς θαμώνες της Όχθης, αλλά και τον Γκελέσο από τους Αερόφωνους.

Η αρχή με καθιστικά αλλά και κάποια χορευτικά. Όλα πολύ όμορφα, εκφραστικά και γοητευτικά. Ο κόσμος άκουγε. Και γούσταρε. Και εγώ το ίδιο. Μια πολύ ωραία βραδιά. Μετά από λίγο, όμως, το πράγμα άρχισε ν’ αλλάζει. Ένιωθα έναν περίεργο ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα. Αλίμονο, δεν μπορούσα να καταλάβω τους στίχους. Αυτό που ένιωθα ήταν τους μουσικούς να χρησιμοποιούν τη μουσική ως μέσο για να οικοδομήσουν μια αμφίπλευρη επικοινωνία με τους ακροατές, η οποία είχε μια δυναμική. Έβλεπα τους Πόντιους να δονούνται... Σιγά-σιγά να σηκώνονται και να χορεύουν... Ειλικρινά, χαίρομαι που δεν ήξερα τίποτα σχεδόν για τις μουσικές του Πόντου. Ό,τι έβλεπα και ό,τι άκουγα είχαν πίσω τους την παρθένα ματιά κάποιου που ανακαλύπτει ένα θησαυρό! Είχα να νιώσω έτσι από τα δεκαοχτώ μου, στην Κάσο! Έβλεπα, επιτέλους, μπροστά μου τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τα στυλιζαρισμένα χορευτικά συγκροτήματα. Έβλεπα τους ανθρώπους να φτιάχνονται και να ανεβαίνουν, να κοινωνούν μ’ αυτό που έπαιζαν οι μουσικοί κι εγώ προσπαθούσα, με ό,τι μουσικολογικά αναλυτικά μέσα είχα (δυστυχώς μόνον αυτόν τον κώδικα είχα, τι να κάνω...) να καταλάβω τι είναι αυτό που χτίζει αυτή τη μαγεία. Είναι ο ρυθμός που βγάζει τη γλώσσα σε όσους αρκούνται να νομίζουν ότι πρόκειται, απλά, για ισόχρονα χτυπήματα; Είναι το νταούλι που συνομιλεί με τις μελωδίες, κεντώντας με τα νταουλόξυλα σταυροβελονιά τους στίχους με τον παλμό του χορού; Ή, μήπως, είναι όλη αυτή η μινιμαλιστική τεχνοτροπία του οργανικού αυτοσχεδιασμού, που είναι συνυφασμένη με τα παλαιά όργανα, η οποία χάνεται στο βάθος του χρόνου; Μια τέχνη που, αλίμονο, λίγοι αντιλαμβάνονται την ύπαρξη και τη σημασία της, μια και η μουσική βιομηχανία προκρίνει μια “προϊοντική” λογική της μουσικής (τρίλεπτα κομμάτια, με αρχή – μέση – τέλος). Ακόμη και στο λεγόμενο “δημοτικό” τραγούδι έχει επικρατήσει μια “τραγουδοκεντρική” θεώρηση, αφήνοντας εκτός παιχνιδιού, για γενεές ολόκληρες μουσικών, την καρδιά και την ουσία αυτής της μουσικής... Δεν ξέρω τι είναι απ’ όλα αυτά. Εγω ξέρω ότι μπροστά μου είχα δύο μουσικούς, οι οποίοι έχουν γράψει “ώρες πτήσεις” σε γλέντια, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, και έβλεπα ότι αυτό περνούσε τρελά στον κόσμο.

Κατά τις τρισήμιση με τέσσερις πρέπει να ήταν, τελείωσε το επίσημο πρόγραμμα. Ο κόσμος έφυγε, οι Πόντιοι στη θέση τους. Κάτι ήξεραν, φαίνεται... Ο Μάκης και ο Νίκος ήρθαν και κάθισαν μαζί τους. Λύρα, τη φορά αυτή, έπαιζε κάποιος άλλος από την παρέα. Αλλαγή σκηνικού... Μια λιτή μελωδία, αντίστοιχη με τους χυματικούς που λέγοναι οι μαντινάδες στην Κρήτη και ένας-ένας να λέει δίστιχα δεκαπεντασύλλαβα... Ελάχιστα καταλάβαινα. Ίσως, όμως, να ήταν καλύτερα έτσι. Επικρατούσε γαλήνη μετά από μια βραδιά εκστατικού γλεντιού, όπου το νταούλι είχε διεισδύσει σε κάθε κύτταρό μας... Και να, μετά από αυτήν την ένταση ένας-ένας από τους γλεντιστές να αναπέμπει το δίστιχό του. Και ενώ τα ηχοχρώματα των φωνών διαδεχόταν το ένα το άλλο, όλοι μας, ο Γκελέσος, η Σμαράγδα, ο Λαμπρίδης και εγώ (μιλάμε για τους μη Πόντιους) καθόμασταν και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε... Ώρες-ώρες ο Μάκης, που καθόταν δίπλα μου, μου εξηγούσε τι έλεγαν. Ελάχιστα, βέβαια, θυμάμαι. Θυμάμαι μόνον που ένας από την παρέα, εκείνη την ημέρα, είχε γεννήσει κορούλα. Είπε, λοιπόν, ένα μαγικό δίστιχο που έλεγε περίπου ότι “σήμερα, την αυγή, γεννήθηκε το αρνάκι μου. Μακάρι τα αστέρια να του δίνουν τύχη”. Ο Λαμπρίδης ήταν δίπλα μου. Δεν κρατήθηκα... ξεστόμισα μερικά άκρως “κολακευτικά” σχόλια για τα αποστειρωμένα ελληνικά του σχολείου, για την κρεατομηχανή που ονομάζεται νεοελληνικό εθνικό κράτος, το οποίο βάζει στο κρεβάτι του Προκρούστη κάθε τι που ξεφεύγει από τα “σωστά” (τρομάρα τους...) Ελληνικά. Ποιο αλφάβητο θα αποδώσει όλη αυτή τη μουσικότητα της ποντιακής προσωδίας; Πώς θα αποδωθούν όλοι αυτοί οι ήχοι; Και, ακόμη περισσότερο: πώς μπορούν να επιβιώσουν όλα αυτά τα νοήματα, αυτά που παρεισφρύουν ανάμεσα στις λέξεις και στα σημαινόμενα, τα οποία δίνουν μια άλλη, μαγική διάσταση στον λόγο; Δεν είχα απαντήσεις. Το μόνο που έβλεπα ήταν μια παρέα Πόντιων να ακολουθεί “υπόγειες διαδρομές” (α, ρε Σαββόπουλε...) και να γλεντά με τους δικούς της όρους και τους δικούς της κώδικες, στο πείσμα της ομογενοποίησης και της χλιαρής ηχητικής χυλόσουπας που έχει καπελώσει τα πάντα!..

Όλα αυτά τα θυμάμαι σαν μέσα σε μια παραζάλη. Γιατί, φυσικά, η μουσική δεν είναι κάτι που απλά παίζεις ή ακούς. Πάνω απ’ όλα είναι η διαδικασία μέσα από την οποία έχεις φτάσει στο σημείο να τραγουδάς, να παίζεις και να ακούς με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ειναι κάτι που “οικοδομείται” από το πλαίσιό της... Τι είναι, λοιπόν, μια βραδιά σαν την προχθεσινή αν όχι μια ξεγυρισμένη ψυχοθεραπεία; Με τους συμμετέχοντες να κρατάνε νοερά ο ένας τον άλλον, σαν να ανεβαίνουν όλοι μαζί ένα βουνό. Στην κορυφή, πια, αυτού του βουνού, είναι η ώρα για αναστοχασμό και ενδοσκόπηση. Είναι η στιγμή που μπορείς να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια, έχοντας την ψυχή σου καθαρμένη, σα μικρού παιδιού. Είναι η στιγμή που αισθάνεσαι ταπεινός και συνάμα μεγαλειώδης. Μικρός, αλλά και ικανός να αγκαλιάσεις και να χωρέσεις μέσα σου όλον τον κόσμο!

Στις πέντε το διαλύσαμε. Καθένας τράβηξε τον δρόμο του, για τον κόσμο του. Οδήγηση στην Εθνική. Το πρώτο φως της ημέρας χαϊδεύει τα κατακαμένα βουνά της Αττικής γης. Το μυαλό γεμάτο από νταούλια και δίστιχα. Ένταση – χαλάρωση και, τέλος, ισορροπία... Σε λίγο η πόλη θα άρχιζε να ξυπνάει.

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!