Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Λόγος για την ομορφιά...

[Κείμενο που έστειλα στο Blog της Λουκίας Ρικάκη για την ταινία "You, my mirror"]

Αν είν’ η μέρα όμορφη την κάνει το σκοτίδι
κι αν έχει αξία η ζωή ο θάνατος τη δίδει

Αισθήσεις σαν κι αυτές που πηγάζουν από τους παραπάνω στίχους είναι που συνθέτουν την δική μου ομορφιά! Μια ομορφιά που, πολλές φορές, βρίσκεται κρυμένη μέσα στη σιωπή, τη λήθη και τη μοναξιά των ανθρώπων που την φέρουν. Που όμως αρκεί το άγγιγμα ενός ‘μαγικού ραβδιού’ για να ξεχυθεί κοχλάζοντας στην επιφάνεια και να γίνει ποίηση, μουσική, συγκίνηση, αναπόληση, κλάμα, λύτρωση...

Μέσα από την έρευνά μου (είμαι εθνομουσικολόγος) έχω πολλές φορές αξιωθεί να δω αυτό το ‘μαγικό ραβδί’ και να γίνω κοινωνός με ό,τι πιο όμορφο έχει να προσφέρει ένας άνθρωπος. Την έκσταση του γλεντιού! Εγώ, ένας άγνωστος, να γίνομαι ομοτράπεζος και να παρακολουθώ το τελετουργικό του γλεντιού: μια πορεία δυναμική, με τους δικούς της κώδικες κάθε φορά. Κάτι σαν τη συζήτηση ή, καλύτερα, σαν την ερωτική πράξη. Με το παιχνίδισμα των συμμετεχόντων και με τις στιγμές της αμηχανίας να δίνουν τη θέση τους σε στιγμές κλιμακούμενης έντασης. Οι συμμετέχοντες σιγά-σιγά ανεβαίνουν... σαν να σκαρφαλώνουν ένα βράχο όλοι μαζί και να κρατά ο ένας τον άλλον από το χέρι για να μην πέσει ή να μη λιποψυχήσει... Και ν’ ανεβαίνουν... και όλο ν’ ανεβαίνουν... Και τότε, ένας–ένας, ή και όλοι μαζί, να βιώνουν αυτήν την οργασμική μέθεξη. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Ή το βιώνεις, ή δεν το βιώνεις! Σαν να παγώνει ο χρόνος, ή μάλλον σαν να παγώνεις εσύ τον χρόνο και να κρατάς μέσα σου από τον άλλον αυτήν την ύψιστη στιγμή της κοινής σας έκστασης, σαν κάθετι άλλο να είναι περιττό για να τον θυμάσαι έκτοτε! Τότε, και μόνον τότε, μπορείς να καταλάβεις πράγματα δυσδιάκριτα στον αμύητο: τον σεβασμό που ο εβδομηναπεντάχρονος Βάιος δείχνει προς τον ογδοντάχρονο Βασίλη, την ένταση του ενενηνταπεντάχρονου γερο-βιολιτζή που δεν μπορεί να περπατήσει, κι όμως χορεύει, τραγουδώντας αμανέδες στη φωτογραφία της μακαρίτισσας γυναίκας του, την ενέργεια στο χέρι του γερο-γκαϊντατζή που σε αρπάζει και σε οδηγεί στο δωμάτιο του σκοτωμένου γιου του... Είναι, κοντολογίς, σαν να πετάς τον εαυτό σου σαν μπαλάκι στον άλλον και να σου το επιστρέφει, αφού πρώτα έχεις καταδυθεί στα σώψυχά του.

Και ύστερα η σιωπή. Μια ανατολή ύστερα από ολονύχτιο γλέντι, ένας καφές, μερικές ματιές ‘συνεννοχής’ την επόμενη ημέρα με την ανάμνηση ακόμη νωπή. Καθένας γυρίζει στον κοσμο του. Εκείνοι στον δικο τους, εσύ στον δικό σου. Κάτι, όμως, μέσα σου σε καίει. Η ομορφιά αυτή είναι πολύ βαριά... Εύχεσαι να είχες σαράντα ζωές για να περιγράφεις αυτά που έχεις βιώσει μέσα σε λίγες μέρες μπας και περισώσεις κάτι από τη μαγεία. Σού ‘ρχεται να αναποδογυρίσεις ένα κασόνι, να ανέβεις πάνω και ν’ αρχίσεις να φωνάζεις “Να η ομορφιά! Κοιτάξτε την! Ανακαλύψτε την! Μην την προσπερνάτε!..”. Γρήγορα, όμως, διαπιστώνεις ότι λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να σε παρακολουθήσουν. Δεν είναι ότι σε περιφρονούν. Απλά, δεν μπορούν πάντα να σε νιώσουν. Άλλωστε, η ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό και έχει χιλιάδες πρόσωπα: από το πιο ‘πλαστικό’ μέχρι το πιο υπερβατικό και εκστατικό. Καθένας κυνηγά την ομορφιά που μπορεί να σηκώσει. Έτσι, έχει την ομορφιά που του αξίζει!..

Κάπου μέσα μου έχω ένα σακούλι που αποθηκεύω όλες αυτές τις ομορφιές. Σε στιγμές ενδοσκόπησης, περισυλλογής, προβληματισμού, αυτές είναι που μου χαράζουν την πορεία. Αυτές είναι που μου δίνουν καθαρή σκέψη και σταθερά βήματα. Είναι ο θησαυρός μου! Είναι κάτι που δεν μεταβιβάζεται. Απλά, μοιράζεται...

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Το πρώτο ταξίδι ως -επιτέλους- Διδάκτορας...

Τετάρτη, 20 Ιουνίου 2007.

Η ώρα είναι 22:10, ώρα Γερμανίας, απ’ όπου έχω ξεκινήσει, 23:10 ώρα Ελλάδας και 21:10 ώρα Αγγλίας, εκεί που πηγαίνω. Αυτή τη στιγμή που γράφω κάνω κάτι το οποίο είχα ονειρευτεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Βρίσκομαι στο κάθισμα ενός αεροπλάνου, γράφοντας στον Apple υπολογιστή που ονειρευόμουνα να αποκτήσω χρόνια ολόκληρα, και που κάθε τόσο έμπαινα στο site της Apple για να δω: τι έγινε... βγήκε το καινούριο μοντέλο; Δε βγήκε; Πότε είναι η πιο κατάλληλη χρονική συγκυρία να αγοράσω... Και πόσο ν’ αντέξει κανείς... Για να μην τα πολυλογώ, τον αγόρασα στις 15 Δεκεμβρίου, ως δώρο για το Διδακτορικό μου που είχε ήδη δρομολογηθεί και που περίμενα, κάποια στιγμή τον επόμενο καιρό, να υποστηριχθεί. Ξέχασα να αναφέρω ότι κάθομαι στο αριστερό παράθυρο. Κάτω μου, στο φως του σούρουπου, βλέπω τα σύννεφα σα μπαμπάκια... καταπληκτικό συναίσθημα! Πριν από λίγο έβλεπα τη Φρανκφούρτη, να είναι ρυμοτομημένη συνοικίες-συνοικίες, ανάμεσα σε τεράστιες εκτάσεις δάσους. Πώς είναι η Αθήνα; Καμία σχέση!..

Τον τελευταίο καιρό με το διδακτορικό μου με είχε πιάσει το ‘σύνδρομο της κουράδας’. Που σημαίνει ότι το σφίξιμο τόσων χρόνων είχε επιτέλους αποδώσει καρπούς. Η διαδικασία είχε πλέον δρομολογηθεί. Απέμενε να φύγει η κουράδα από πάνω μου και να ακουστεί, μετα το λυτρωτικό “ααααχ”, το “πλουπ” μέσα στη λεκάνη...

Πετάμε πάνω από τη Μάγχη. Πριν λίγο είδα μια ατέλειωτη παραλία. Άραγε, εκεί να έγινε η Απόβαση της Νορμανδίας; Πόσα κορμάκια να έπεσαν εκεί άραγε;.. Ακόμη θυμάμαι αυτές τις συγκλονιστικές σκηνές μάχης από τη “Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν”. Τώρα, εγώ συνταξιδεύω με τους απόγονους όσων έκαναν την Απόβαση και όσων αμύνθηκαν. Η γραμμή του ορίζοντα είναι κόκκινη. Το φτερό του αεροπλάνου λίγο γέρνει, λίγο επιστρέφει στη θέση του, η διπλανή μου ξύπνησε από τον υπνάκο της και συνεχίζει την εφημερίδα της κι εγώ θυμάμαι και σημειώνω στα πεταχτά ό,τι με οδήγησε εδώ που είμαι τώρα.

Είναι αλήθεια ότι ο τελευταίος καιρός ήταν ιδιαίτερα πιεστικός για μένα. Ήταν η υποστήριξη, με το απίστευτο τρέξιμο της τελευταίας στιγμής για ψιλοδιορθώσεις, φωτοτυπίες κλπ. Θυμήθηκα τον πατέρα μου, όταν φόρτωνε το γκολφάκι του, για να πάμε στη Δαμάστα το καλοκαίρι. Με ακρίβεια χιλιοστού έχτιζε κάθε λογής απίστευτο μπαγκάζι στο αμάξι. Δεν χανόταν ούτε κυβικό εκατοστό!.. Ωστόσο, έτρεμε τα πράγματα της τελευταίας στιγμής. Έτσι κι εγώ. Λίγο κάτι φωτογραφίες, λίγο κάτι πίνακες, λίγο κάτι ψιλοαλλαγές, τράβηξα το άγχος της αρκούδας. Και σα να μην έφτανε αυτό, είχα και δύο papers να τρέχουν: το ένα, το πιο πιεστικό, ήταν για την Εσθονία, για το CIM07 που θα πάμε με τον Τάκη τον Τζεβελέκο. Έπρεπε, άκουσον άκουσον, 30 Μαϊου να έχουμε στείλει το paper. Ζήτησα και πήρα παράταση δέκα ημερών. Ουσιαστικά, θα έπρεπε να το στείλουμε την παραμονή της υποστήριξής μου. Αποτέλεσμα: τις τρεις τελευταίες ημέρες (μια που είμαστε και οι δυο της τελευταίας στιγμής...) δουλεύαμε από τις 10 το πρωί ως τις 3 τα ξημερώματα συνεχώς. Τα είχαμε παίξει!!! Είχα αφήσει κατά μέρους το διδακτορικό και ασχολιόμουνα με το paper της Εσθονίας. Ώσπου ξημερώνει ο Θεός τη Δευτέρα. Ο Τάκης είχε βάλει το ξυπνητήρι στις 5 το πρωί, για να δουλέψει, λέει, μετά από μόλις μια ώρα ύπνο. Έπεσε κάτω... Συνέχισε να το σουλουπώνει στη δουλειά του με φρενήρεις ρυθμούς. Ώσπου, γύρω στις 12, σκάει ένα email από Εσθονία: “Ξέρετε, δεν θα βγάλουμε CD με τα πρακτικά, οπότε μην αγχώνεστε, στείλτε το στις 30 Ιουνίου. Παίρνω τον Τάκη κατευθείαν. “Κάθεσαι”; “Κάθομαι”. “Πάρε μια ανάσα”. Παίρνει μια ανάσα. “Το και το”. Ακούστηκε ένα “ουυυυυφ” που ακόμη το θυμάμαι. Έτσι, είχα την ευκαιρία να χαλαρώσω, να ηρεμήσω και να πάω στην υποστήριξη.

[...]

Τώρα στην Ελλάδα είναι μεσάνυχτα. Εδώ, ωστόσο, έχει ακόμα ένα κοκκινωπό φως στον ορίζοντα. Η Λένα τώρα θα κοιμάται, το ίδιο και ο Νικόλας. Τώρα τελευταία δεν κοιμάται το μεσημέρι. Αυτό σημαίνει απίστευτο εκνευρισμό γι’ αυτόν και απίστευτη εξάντληση για τη Λένα. Ήταν να έρθει και αυτή μαζί μου. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αφήσει τον Νικόλα για τόσες ημέρες!.. Έτσι, κάνω μόνος μου αυτό το ταξίδι. Μου λείπει αφάνταστα!.. Ίσως, όμως, να είναι καλύτερα έτσι. Ίσως να πρέπει να ηρεμήσω λίγο από την πίεση του διδακτορικού. Να περπατήσω, να γνωρίσω κόσμο, να κάνω τις επαφές μου, να βουτήξω μέσα στη θάλασσα, να κολυμπήσω με όλη τη μανία που πηγάζει από τη συσσωρευμένη πίεση των τελευταίων χρόνων και να βγώ στην αντίπερα όχθη εξαντλημένος, αλλά θεραπευμένος!..

Αισθάνομαι σαν να γυρίζω σελίδα με αυτό μου το ταξίδι. Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Λίγες μέρες πριν, είχα την αίσθηση ότι όλη μου τη ζωή ήμουνα υποψήφιος διδάκτορας. Στο βλέμμα όλων έβλεπα τη συγκατάβαση: “άντε, γιατί δεν τελειώνεις”. Αυτό έπαψε πια να είναι εμπόδιο για μένα. Πρέπει να το συνειδητοποιήσω!.. Όπως μου έλεγε και ένας φίλος μου, “τα καλύτερα έρχονται”. Μακάρι να είναι έτσι. Τύπωσα, μάλιστα, και καρτούλες, για να έχω για τις επαφές μου τόσο στη Σκοτία, όσο και στην Εσθονία. Είναι στα αγγλικά. Το “Dr. Haris Sarris” που γράφουν πάνω ομολογώ ότι με ξενίζει. Δεν κρύβει πίσω του έπαρση, αλήθεια λέω. Κρύβει, απλά, μια ιδιότητα που έφτυσα αίμα για να κατακτήσω.

Τον τελευταίο καιρό ηχεί στα αφτιά μου μια καταπληκτική καρπάθικη μαντινάδα.

Πόσες φορές μεσάνυχτα και νύχτες επερπάτου
πόσες φορές η αστραπή μού ‘δινε φως κι επάτου

Αυτή η μαντινάδα λες και βγήκε για μένα, για να περιγράψει την περιπέτειά μου με το διδακτορικό. Αισθάνομαι σαν να έσκαψα ένα τούνελ με τα νύχια και να βγήκα στο φως! Ο κόσμος, όμως, έχει προχωρήσει κι εγώ ψάχνομαι για να προσανατολιστώ. Βγήκα σοφότερος από αυτό το τούνελ, δε λέω. Όμως, είμαι στο σημείο μηδέν! Επαγγελματικά δεν έχω τίποτα στα χέρια μου, παρεκτός τη συνεργασία μου με το Hitech. Μας τσάκισαν τα έξοδα για τα δύο ταξίδια μου, στη Σκοτία και στην Εσθονία. Η Λένα, πάντως, ήταν απόλυτη! Επέμενε να πάω και στα δύο. Ήθελε, από τη μια, να γνωρίσω κόσμο και από την άλλη να ξεφύγω λίγο από την πίεση του διδακτορικού, να ηρεμήσω και να χαλαρώσω. Αχ βρε Λένα...

Σε αυτό το σημείο σταματάω. Ετοιμαζόμαστε για προσγείωση στο Εδιμβούργο.

Στο Εθνικό Μουσείο της Σκοτίας
Πέμπτη, 20 Ιουνίου.

Ξύπνησα πολύ πρωί, γύρω στις 6. Από το δωμάτιό μου φαινόταν ένας καταπληκτικός κήπος με γκαζόν, λουλούδια, δέντρα... Μια και δυο, γύρω στις 7:30 πήγα για πρωινό. Μπουφές. Αφθονία. Ήμουνα έτοιμος για την πρώτη μου βόλτα στην πόλη. Μια αναγκαία αναζήτηση στο ίντερνετ για το πού θα πάω, ερώτηση στον θυρωρό για το ποιο λεωφορείο να πάρω, απάντηση με βαριά σκοτσέζικη προφορά...

Βρέθηκα να περιπλανιέμαι, κουβαλώντας τη θεόβαρη τσάντα μου με τον mac μέσα. Αισθανόμουνα περίεργα. Γύρω μου ένα μουντό τοπίο, με την ομίχλη να σκεπάζει τα πάντα, κάνοντάς τα να εξαϋλώνονται. Ψηλά κτήρια με μυτερές στέγες και χοντρούς πέτρινους τοίχους να στέκονται καμαρωτά σε πλατείς δρόμους, σε μια πόλη μικρή για τα δεδομένα της Αθήνας, η οποία, όμως, σέβεται την ανθρώπινη κλίμακα. Ένας καπουτσίνο σ’ ένα εμπορικό κέντρο, ως έναρξη της “τελετής” του ταξιδιού. Ατελείωτη περιπλάνηση σε δρόμους, πλατείες, πάρκα. Έφτασα και μέχρι το κάστρο. Δεν ανέβηκα, όμως, μέχρι πάνω-πάνω. Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Έτσι, είπα να επισκεφτώ το Εθνικό Μουσείο της Σκοτίας.

Μπαίνω μέσα και πρώτη μου ερώτηση, θες από κεκτημένη ταχύτητα, θες από εγαγγελματική διαστροφή, ήταν “πού έχει γκάιντες”. Μου είπαν στον 5ο όροφο. Ευτυχώς, είδα μια ταμπέλα για ξεναγήσεις, οι οποίες γίνονταν σχεδόν κάθε μια ώρα. Έκανα μια βόλτα, έβγαλα φωτογραφίες και στις 11:30 ήμουνα στο σημείο συνάντησης. Ξεναγός μας ένας εξηντάρης, με πολύ καλό στήσιμο, σχεδόν ηθοποιού. Πρώτα μας πήγε στο υπόγειο. Πρώτη στάση: μια ΠΕΤΡΑ. Ένας γρανίτης, ο οποίος αποδεικνύει ότι η Σκοτία ανήκει στην Αμερική, αλλά με τον καιρό, με τη μετακίνηση των τεκτονικών πλακών, ήρθε και προσκολλήθηκε στην Αγγλία. Πρώτη κρούση... Στη συνέχεια, μας ξενάγησε στα προϊστορικά ευρήματα. Μια σειρά από τεράστια, σύγχρονης τεχνοτροπίας μαντεμένια αγάλματα ήταν σε παράταξη. Ενσωματωμένα στα χέρια τους, στο στήθος τους, στα αφτιά τους, ανάλογα, είχαν μικρές βιτρινούλες, όπου βρίσκονταν κάποια μεμονωμένα αντικείμενα: ένα βραχιολάκι, ένα σκουλαρίκι... Κορυφαίο αντικείμενο, ένα κολιέ από σφυρήλατο χρυσό, για το οποίο μας μίλαγε δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα. “Απόδειξη ότι δεν ήταν βάρβαροι αυτοί που το κατασκεύασαν”... Δεύτερη κρούση. Δεν αμφιβάλλω για τη συναισθηματική αξία αυτού του ευρήματος. Πάντως, σίγουρα θα πέρναγε απαρατήρητο ακόμη και στο τελευταίο ανθυπομουσείο της Ελλάδας!.. Εκεί, ωστόσο, το είχαν ως κόρη οφθαλμού. Κι επειδή δεν τους έβγαιναν τα ευρήματα, έπρεπε να βρουν τρόπο να παρουσιάσουν αυτά τα λίγα που είχαν. Και τον βρήκαν. Τα ενέταξαν σε έργα σύγχρονης γλυπτικής!..

Στο ίδιο επίπεδο βρίσκονταν και κάτι (λίγες) αρχαίες πέτρινες ανάγλυφες παραστάσεις από κάποιες αρχαίες φυλές της περιοχής. Ξανά το ίδιο σκηνικό: μια γυναίκα κάθεται πάνω σε άλογο, σαν να πηγαίνει σε πόλεμο. “Για να φτάσουν να κάνουν τέτοια πράγματα δεν ήταν βάρβαροι”. Το ίδιο σκηνικό και στα ρωμαϊκής εποχής ευρήματα. Ένα πέτρινο λιοντάρι, φαγωμένο από τον καιρό, που μαρτυρούσε τον τάφο κάποιου επιφανούς Ρωμαίου. Αυτός που το βρήκε, πριν λίγα μόλις χρόνια, πήρε ένα αστρονομικότατο ποσο. Σε αντίθεση με κάποιον άλλο, που βρήκε πριν εκατό περίπου χρόνια κάτι κοκκάλινα ανθρωπάκια, πιόνια σκακιού, κάποια από τα οποία κατέληξαν στο μουσείο του Λονδίνου και πρόσφατα για να τα δανείσουν, ως εγγύηση, ζήτησαν το βάρος τους σε διαμάντια...

Η περιπλάνηση συνεχίστηκε μέσα από τη νεότερη ιστορία. Έκανε ειδική μνεία σ’ ένα –ιστορικό γι’ αυτούς- αντικείενο: ένα ασημένιο σετ πικ-νικ, αποτελούμενο από ποτήρι, πηρούνι, κουτάλι, μαχαίρι και διάφορες τέτοιες αηδίες, το οποίο ανήκε στον τάδε πρίγκηπα κλπ. Το αγοράσαν αντί ενός μυθικού ποσού, το οποίο, και μόνο να το προφέρεις, σε πιάνει λιποθυμία!.. Ενδιαφέρον είχε η αίθουσα που ήταν αφιερωμένη στην βιομηχανική επανάσταση. Με αργαλειούς, τεράστιες αντλίες νερού, λέβητες... Η ξενάγηση τελείωσε με μια βόλτα στην ταράτσα, υποτίθεται για να δούμε την πόλη, η οποία, ωστόσο, μας κρυβόταν μέσα στην ομίχλη. Γύρω –γύρω παρτέρια με κάθε λογής φυτά από όλη τη Σκοτία. Ταπεινά χορταράκια τα περισσότερα, αποκτούσαν άλλη διάσταση με τις καρτελίτσες που έγραφαν το τοπικό και το επιστημονικό τους όνομα. Ένας χάρτης να οδηγεί τον επισκέπτη από παρτέρι σε παρτέρι, ανάλογα με τα είδη. Πολύ έξυπνη ιδέα. Δεν μπορώ να φανταστώ την ταράτσα του Μουσείου Μπενάκη γεμάτη με ασπαλάθους, αγκαραθιές, αστιβίδες και φασκομηλιές... Πάντως, πρόκειται για τελείως παλαβό μουσείο. Δεν μπορείς να πεις ότι έχει μια φυσιογνωμία. Αντίθετα, αποτελείται από διάφορες συλλογές, άσχετες μεταξύ τους. Πέρα από τα ιστορικά που ανέφερα παραπάνω, έχουν ειδικό τομέα με την αναδρομή του 20ου αιώνα, μέσα από κομβικά τεχνολογικά επιτεύγματα: το mini cooper δίπλα στον φωνόγραφο και έναν παλαιό υπολογιστή amstrad, κουζίνες... Όλα άψογα τοποθετημένα, σε ειδικές βιτρίνες, ακολουθώντας μια πολύ έξυπνη λογική. Και για να δείξουμε ότι είμαστε παρόντες στις σύγχρονες εξελίξεις, σε ειδική βιτρίνα το βαλσαμωμένο σώμα της Ντόλι, του πρώτου κλωνοποιημένου προβάτου να περιστρέφεται συνεχώς γύρω από τον εαυτό του, ώστε ο επισκέπτης να το βλέπει απ’ όλες τις μεριές.

Βγαίνοντας από το Μουσείο δεν μπόρεσα να αποφύγω κάποιες σκέψεις. Θυμήθηκα τα λόγια του Δημήτρη Λέκκα, σε μια κουβέντα που είχαμε στην Καστοριά: “Ο καλύτερος τρόπος για να δεις συγκεντρωμένη την εθνική ιδεολογία μιας χώρας είναι να επισκεφτείς το μουσείο της”. Καθόλη τη διάρκεια της ξενάγησης, πέρα από το είδος των εκθεμάτων, τη σπουδαιότητά τους, την περίοδο, ηχούσε συνεχώς, κάτι σαν τον ισοκράτη της γκάιντας, το ακόλουθο μοτίβο: “Αυτοί ήταν οι πρόγονοί μας, οι οποίοι δεν είχαν σχέση με τους Άγγλους. Δεν ήταν βάρβαροι, έτσι τους παρουσίαζαν οι εκάστοτε κατακτητές. Σκοτσέζοι είναι σε όλον τον κόσμο, πολύ περισσότεροι απ’ όσοι είναι στη Σκοτία. Και μολονότι συνέβαλαν καθοριστικά στο στήσιμο της δημοκρατίας στην Αμερική, πριν διακόσια-τόσα χρόνια, η χώρα μας μόλις πριν 8 χρόνια απέκτησε δικό της κοινοβούλιο και υπάρχει συζήτηση για ανεξαρτησία, επιτέλους!”

Με τις σκέψεις αυτές συνέχισα τη βόλτα μου. Πήγα σ’ ένα μαγαζί με όργανα. Αγόρασα ένα practice chanter, δύο tin whistles, ένα βιβλίο, δύο αγαλματάκια με γκαϊντατζήδες. Τσίπησα κάτι. Νωρίς το απόγευμα γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου. Έκανα πρόβα στο paper, διαβάζοντας παράγραφο-παράγραφο, κατόπιν σελίδα-σελίδα, κατόπιν όλο... τρεις ώρες γεμάτες. Έπεσα για ύπνο εξαντλημένος.

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!