Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Στον Αη Γιάννη τον Θεολόγο, στ' Απεράθου

Στο μονοπάτι...
Καράβι. Κατάστρωμα. Αύγουστος. Η Νάξος πίσω μας. Πρέπει να έχει 5-6 Μποφόρ. Ο βόμβος της μηχανής. Άνθρωποι να λιάζονται, να κοιμούνται ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, να παίζουν χαρτιά, να σκαλίζουν κάποιο έξυπνο τηλέφωνο... Κι εγώ να γράφω σκόρπιες σκέψεις από το ταξίδι στην Νάξο. Είχαμε πάει με τον Δημήτρη τον Κιτσικούδη στην Νάξο, καλεσμένοι από τον Πολιτιστικό Σύλλογο "Τα Φανάρια" και την Περιφέρεια. Στόχος να μιλήσουμε για την πρώτη φάση της έρευνάς μας, να μιλήσουμε για το τι έχουμε κάνει, να προβάλλουμε αποσπάσματα από το κινηματογραφημένο υλικό μας, να δείξουμε την ταινία με τον Τίγρη. Πήγε πάρα πολύ καλά. Στον κόσμο άρεσε. Οι ερωτήσεις ήταν πάρα πολύ ουσιαστικές και στοχευμένες, αναγκάζοντάς με να μιλήσω για ζητήματα μεθοδολογικά και επιστημολογικά. Ο Τίγρης ήταν εκεί! Ήταν να μην έρθει, γιατί τον είχαν στείλει στη Σέριφο, στο φεστιβάλ σουραυλιού, μαζί με κάποια κοπέλια από το Χωριό. Ωστόσο ο Τάσος έκανε το θαύμα του. Κινητοποίησε λυτούς και δεμένους. Πήρε το καράβι για Ίο, έμεινε σε γνωστούς του Μπάμπη του Τελετάρχη και την άλλη μέρα, με ταχύπλοο, ήρθε... και ήρθε στην ώρα του, πάνω που τελείωσαν οι ομιλίες και προβάλλονταν τα ταινιάκια. Θέλω να πιστεύω ότι αυτή ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής του Τίγρη. Μια προβολή της ταινίας μας στο χωριό του, με εκείνον να δρέπει τις δάφνες του πρωταγωνιστή και την αύρα της καταξίωσης και της αναγνώρισης.

Εγώ όμως δεν θέλω εδώ να μιλήσω γι' αυτά. Θέλω να μιλήσω για μια βόλτα που κάναμε σ' ένα μονοπάτι, μαζί με τον Δημήτρη. Πρέπει να ήταν μεσημεράκι, στις 4 Αυγούστου. Ξεκινήσαμε από τ' Απεράθου στο μονοπάτι που πηγαίνει στην Αγία Κυριακή. Ωστόσο δεν είχαμε χρόνο στη διάθεσή μας, γιατί θα πηγαίναμε να συναντούσαμε μια ομάδα παιδιών από την Κρήτη οι οποίοι θα έπαιζαν το βράδυ στην πλάτσα. Έτσι περιοριστήκαμε να πάμε μέχρι τον Αη Γιάννη τον Θεολόγο. Μονοπάτι. Πετρόχτιστοι τοίχοι εκατέρωθεν ενός δρόμου που σημεία σημεία διατηρούσε το αρχικό μαρμάρινο στρώμα του και αλλού ήταν διαλυμένος από τα χρόνια. Καθώς προχωρούσαμε είχαμε στην αρχή τη σκιά από πουρνάρια και άλλα δέντρα, τα οποία έδιναν στο μονοπάτι έναν υπερκόσμιο συνδυασμό φωτός και σκότους, λάμψης και δροσιάς.

Στην αρχή της διαδρομής

Διασχίζοντας μια δίνη φωτός και σκιάς


Τα πόδια να κατηφορίζουν. Το μάτι όσο ξέφευγε από την πορεία να συναντά "τσι τόπους των Απεραθιτώ". Τράφοι, πετρόχτιστες δηλαδή πεζούλες για να δαμάζουν τη διάβρωση του εδάφους, δίνοντας μια κλιμκωτή μορφή στα βουνά και μετατρέποντας την πέτρα σε χωράφι, όπου κάποτε σπερνόταν και ποτιζόταν από τον ανθρώπινο μόχθο. Δέντρα...

Πότε άραγε να χτίστηκαν αυτά τα μονοπάτια; Πόσος ανρθώπινος κόπος, πόση αγωνία, πόσος αγώνας κρύβεται πίσω από αυτές τις πέτρες; Με πιάνει ρίγος σα σκεφτώ ότι αυτές οι στράτες είχαν χτιστεί από τα βυζαντινά κιόλας χρόνια, πιθανόν και πιο πριν, ώστε να διευκολύνεται η μετακίνηση των χωρικών αλλά και των στρατιωτών (εξ ου και το όνομα στράτα). Τότε που οι γαίες της Νάξου δίνονταν ως φέουδα, με μόνη υποχρέωση οι τοπικοί άρχοντες να διατηρούν άλογα για τον πόλεμο και να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να ριχτούν στη μάχη... Αυτά θυμάμαι, σα σε όνειρο, απ' όσα μας έλεγε ο Τάσος ο Αναστασίου όταν πηγαίναμε πριν δύο χρόνια στο Μερσίνι για να συναντήσουμε τον Τίγρη στον μαζωμό του... Δεν είμαι ιστορικός. Δεν ξέρω πώς φτιάχτηκαν τα μονοπάτια αυτά. Αυτό που ξέρω είναι ότι τα έχουν διαβεί ιππότες, κουρσάροι, ξωτάρηδες, αντάρτες... Και τώρα εμείς, με τον Δημήτρη, που προσπαθούμε να ψυχανεμιστούμε αυτόν τον τόπο.


Μια ξύλινη ταμπέλα στο δρόμο. Θεολόγος. Βγαίνουμε από το κύριο μονοπάτι και πάμε σε ένα παραμονοπατάκι. Κάπου όμως μπερδευόμαστε. Δεν μπαίνουμε σε μια ανοιχτή πόρτα, αλλά μπλεκόμαστε για λίγο σε ένα μονοπάτι που είχε πνιγεί από τα αγκάθια, τις αστιβίδες και τους ασπαλάθους.



Σε λίγο ο Δημήτρης φωνάζει. "Εδώ είναι". Μετά από λίγο περπάτημα φάνηκε μπροστά μου. Ένα εκκλησάκι που έμοιαζε να είναι καμωμένο από τροχάλους, με κάποια τοιχία αντιστήριξης σε μια πλευρά. Τα περάθυρα χτισμένα με πέτρες εκτός από ένα-δύο. Η πόρτα ξύλινη. Το μάνταλο ανοιχτό. Μπήκαμε... 

Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν κατάλαβα πού βρίσκομαι. Το έντονο φως από έξω, τα γυαλιά ηλίου που δεν με βοηθούσαν να δω στο μισοσκόταδο, το λαχάνιασμα... Ωστόσο στιγμή με στιγμή ένιωθα αυτό το πράγμα να αλλάζει. Έβαλα τα κανονικά μου γυαλιά. Τα μάτια άρχισαν να προσαρμόζονται στο νεο φως, που έμπαινε ταπεινα μέσα από τα μικρά παράθυρα και τη μισάνοιχτη πόρτα για να χαϊδέψει τους τοίχους και τις κολώνες και να σκιαγραφήσει πότε τον αδρό σοβά, πότε τις πέτρες και πότε κάτι αχνές χρωματισμένες επιφάνειες...

Τα μάτια μου πλέον είχαν συνηθίσει στο φως που υπήρχε στο εκκλησάκι. Ο χώρος χωριζόταν στα τρία. Το κεντρικό μέρος από τα αριστερά και τα δεξιά είχε κολώνες που σχημάτιζαν τόξα και χώριζαν το χώρο σε τρία κλίτη. Το έδαφος χωματένιο..Η οροφή καμπυλωτή. Τότε πρόσεξα κάτι που με σοκάρισε. Στην οροφή, στην πρόθεση και αλλού διατηρούνταν τοιχογραφίες. Υπολείμματα... Αλλού να έχουν εξαφανιστεί σε σημείο που να μην μπορείς να διακρίνεις τι απεικονίζουν και αλλού να διατηρούν ακέραιες τις μορφές. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια μιας γυναικείας μορφής, πιθανόν της Παναγίας, να με κοιτάζει. Πρέπει να είναι από τις πιο γλυκές απεικονίσεις που έχω δει. Ένιωθα συνταραγμένος!.. Κάθισα για λίγο σε μια πέτρα. Τα μάτια μου πλέον πήγαιναν από τοίχο σε τοίχο, από κολώνα σε κολώνα, από την οροφή μέχρι το πάτωμα. Προσπαθούσα να κατανοήσω αυτό που έβλεπα. Να το χαρτογραφήσω μέσα μου. Να νιώσω κάθε χρώμα, κάθε απόχρωση, κάθε ακτίδα του φωτός. Αλίμονο! Ήταν ένα εκκλησάκι -απ' ό,τι έμαθα αργότερα του 11ου αιώνα- το οποίο ήταν αφημένο στην τύχη του! Να ρημάζει, χωρίς ίχνος συντήρησης και με το χωμάτινο έδαφος γεμάτο από βερβελίδες, δείγμα ότι το είχαν καταφύγιό τους τα ζώα της περιοχής. Και μέσα σ' όλα αυτά η μορφή της Παναγίας να με κοιτάζει. Σαν να μην την νοιάζει η εικόνα του χώρου. Άλλωστε τα μάτια της έχουν δει τόσα και τόσα τα τελευταία χίλια χρόνια...



Με ιερό ζήλο πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφική μηχανή. Προσπαθούσα να αποτυπώσω την αρχιτεκτονική του χώρου, το φως, τις εικόνες, τις ανεικονικές παραστάσεις, τα τόξα... Γενικές λήψεις, λεπτομέρειες... Κάπου θυμάμαι είχα διαβάσει για την έκσταση που βίωνε ο Κόντογλου σε ξωκλήσια που πήγαινε και προσπαθούσε να αποτυπώσει στο χαρτί εικόνες σαν αυτήν της Παναγίας, που ένιωθα τα μάτια της να με ακολουθούν ό,τι κι αν έκανα.

Ο Δημήτρης καθόταν απέναντι. Σιωπηλός. Μεταξύ φωτός και σκιάς, να προσπαθεί κι αυτός να ρουφήξει το χώρο.
 Κλικ... κλικ... κλικ... Ήταν τόση η σιγή, που μπορούσα να ακούσω τα πάντα! Φωνές προσκυνητών, ψαλμωδίες, κουδουνάκια από θυμιατά, τραγούδια από πανηγύρια... Μύριζα το λιβάνι... Ένιωθα τα σύννεφα του καπνού να διυλίζονται στο φως και να σχηματίζουν συννεφένιους δρόμους ακολουθώντας τις ακτίνες του ηλίου. Άκουγα το μουρμουρητό από τις εξομολογήσεις. Ένιωθα την ανάσα των ξωτάρηδων και των προσκυνητών. Κλικ... κλίκ... κλικ...
Ξέρεις τι είναι να σε ζώνει όλη αυτή τη μαγεία κι εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βγάζεις φωτογραφίες; Μα την αλήθεια, μόνον ένας ποιητής μπορεί να μιλήσει γι' αυτό που βιώναμε και να δώσει και στους άλλους να καταλάβουν τι πραγματικά είναι αυτό... Ένας Παπαδιαμάντης, ένας Κόντογλου, αλλά κι ένας βοσκός ποιητάρης, σαν τον Τίγρη... Οι άλλοι ας βγάζουν απλώς φωτογραφίες...
Έπρεπε να φύγουμε. Μονοπάτι... Ανηφόρα. Ξεκούραση στα πεζούλια και στα βράχια. Τα παιδιά μας περιμένανε. Γνωριμίες. Συζητήσεις φιλίας και αβροφροσύνης. Γέλια. Φιλία... Κουβέντες για τη μουσική. Όμως εμένα με έκαιγε αυτό που βίωσα. Το μυαλό μου γεμάτο εικόνες φωτός, σκιάς, χρωμάτων και πάνω απ' όλα μια γυναικεία μορφή να χαμογελά, με ένα χαμόγελο όχι λιγότερο αινιγματικό από αυτό της Τζοκόντας...


Ξεκούραση το μεσημέρι. Το απόγευμα συζήτηση για τη συναυλία που θα ακολουθούσε. Εγώ στον κόσμο μου. Έβλεπα φωτογραφίες και τις επεξεργαζόμουνα.



Παρατήρηση από τον Τάσο γιατί τους είχα γράψει και ήμουνα κολλημένος στον υπολογιστή μου, στο Photoshop. Πήγαμε για την συναυλία. Όσο οι άλλοι στήνανε, πήγαμε με τον Δημήτρη για φαγητό. "Μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοια μνημεία και να τα αφήνουν να σαπίζουν" τόλμησα. "Είναι εικόνα αυτή; Μια τέτοια εκκλησία, χιλίων χρόνων, με τέτοιες εικόνες, να είναι αφημένη στη φθορά του χρόνου; Αν είχαν στην Αγγλία μια τέτοια εκκλησία δεν θα την είχαν πώς και τι...".

Ο Δημήτρης ήρεμος. "Ξέρεις, στο Θιβέτ συνηθίζουν να φτιάχνουν με πολύχρωμες σκόνες απίστευτα έργα τέχνης, τα μαντάλα. Όλο λεπτομέρεια, κρύβουν μέσα τους υψηλότατη τέχνη και μπορεί να ασχολούνται με δαύτα για πάρα πολύ καιρό. Αυτά τα έργα τα αφήνουν και τα παίρνει ο αέρας! Μια υπόμνηση της θνητότητας και της φθαρτότητας που υπάρχει σε όλα τα πράγματα. Μια υπενθύμιση να είμαστε σεμνοί και να μην φετιχιζόμαστε με τα αντικείμενα, αλλά να συνειδητοποιούμε τη βαθύτερη δύναμη που τους δίνει την ομορφιά που έχουν και χαιρόμαστε". Σιωπή... γουλιά μπύρας... Το μυαλό να ταξιδεύει "Δηλαδή από εμάς τι θα μείνει, Δημήτρη; Αυτό που κάνουμε είναι να γνωρίζουμε στον κόσμο ανθρώπους σαν τον Θεοδόση και σαν τον Τίγρη. Μήπως τελικά αυτοί κέρδισαν το στοίχημα με την αιωνιότητα και εμείς το χάσαμε;" "Μην το βλέπεις έτσι. Απλά εμείς συμβάλλουμε ώστε να σωθεί αυτό που αξίζει να σωθεί πριν γίνει σκόνη και το πάρει ο αέρας του χρόνου. Μικρό πράγμα είναι;" Σιγή. Πήγαμε στη συναυλία. Εξαιρετικό γλέντι. Παρέα με φίλους. Χορός, τραγούδι, μουσική... Ένα σύννεφο ήχων και ενέργειας ικανό για να με κάνει να ξανασκεφτώ όσα βίωσα στο εκκλησάκι του Θεολόγου και το βραδάκι στη συζήτηση με τον Δημήτρη. Και όλα αυτά σαν να συνοδεύονταν από ένα ριζίτικο από την Κρήτη, που ήρθε πριν από μας να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα προαιώνια ερωτήματα:

Κόσμε χρυσέ, κόσμε αργυρέ και ποιος θα σε κερδίσει 
θα σε κερδίσουν τα βουνά, θα σε χαρούν οι κάμποι... 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!