Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Της Πληθερής, 2017


Παρασκευή 26/5/17

Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για την «Πληθερή»; Αρκεί να πει ότι είναι μια μέρα γιορτής για τους βοσκούς της Νάξου, οι οποίοι κάνουν «ξύγαλα» το γάλα της ημέρας και το μοιράζουν στον κόσμο; Αρκεί να την τοποθετήσει στο χρόνο και να πει ότι γίνεται την τελευταία Πέμπτη πριν την Πεντηκοστή; Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι ότι θα μπορούσε κανείς να επιστρατεύσει ένα άρωμα νοσταλγίας, πασπαλισμένης με μπόλικη δόση εξιδανίκευσης και να μιλήσει για τα «αγνά έθιμα της υπαίθρου», κουνώντας παράλληλα το δάχτυλο στους σημερινούς «βέβηλους». Ο ήχος από τις μηχανές του πλοίου της επιστροφής, οι ανακοινώσεις «Προοοοοοοσοχή παρακαλώ» από τα ηχεία στο κατάστρωμα, ο ήλιος των Κυκλάδων να θυμίζει σε όλους μας ποιος είναι ο αρχηγός αυτού του τόπου, πλέκονταν με τις εικόνες και τους ήχους που κατέκλυσαν το μυαλό μου αυτό το διήμερο. Ξύγαλα, ξινότυρα, μυζήθρες, αρσενικό, κρέατα βραστά και ψητά, κρασιά αψιά και επιθετικά, περιπλεγμένα με ευχές, τραγούδια, κοτσάκια, λειτουργία σε ξωκλήσια, χορό, συγκίνηση και έκσταση. Καθόμουνα σιωπηλός στο κατάστρωμα του πλοίου, προσπαθώντας να βάλω σε σειρά σκέψεις και αισθήσεις.

Ο Δημήτρης και ο Διονύσης δεν μπορούσαν να έρθουνε. Πραγματικά πολύ μεγάλη απώλεια… Έχουμε από το 2013 ζήσει στιγμές μοναδικές σε αυτό το νησί, κάνοντας συνεντεύξεις, ηχογραφώντας, μαζεύοντας υλικό και, πάνω απ’ όλα, προσπαθώντας να καταλάβουμε αυτόν τον τόπο και τις μουσικές του. Έτσι, ζήτησα από τον φίλο Αντρέα Παπάζογλου και τη Βιολέτα να έρθουν για παρέα. Για να μην τα πολυλογώ, εχθές το μεσημέρι φτάσαμε Νάξο. Φάγαμε στη Χώρα και μετά ανεβήκαμε το απόγευμα στο Χωριό (ένα είναι το Χωριό…). Επικοινωνία με τον Τάσο, τον εμψυχωτή της έρευνάς μας, η οποία έχει μέχρι τώρα τύχει υποστήριξης από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Θα ξυπνάγαμε πρωί, για να πάμε να καλύψουμε την Πληθερή.

Σήμερα το πρωί, λοιπόν, ξυπνήσαμε στις 8 περίπου. Ήπιαμε καφέ και κατά τις 9 ξεκινήσαμε. Προορισμός: το νησάκι απέναντι από τη Μικρή Βίγλα, όπου είναι η εκκλησία της Παναγιάς της Παρθένας που γιορτάζει σήμερα. Ακόμη και μέσα από τη μικρή αυτή διαδρομή με το αυτοκίνητο έχει κανείς τη δυνατότητα να σχηματίσει στο μυαλό του κάτι από την ιστορική διαδρομή του νησιού. Ξεκινώντας από τ’ Απεράθου παίρνουμε μια γεύση από την οικονομική και πνευματική του ανάπτυξη η οποία το χαρακτήρισε το χωριό ήδη από τον 19ο αιώνα. Κατόπιν ο δρόμος περνά από το Φιλώτι, μόλις οκτώ χιλιόμετρα από τ’ Απεράθου, το οποίο διατήρησε μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό τον πανάρχαιο κτηνοτροφικό του χαρακτήρα… Χαλκί, η παλαιά πρωτεύουσα με τα νεοκλασικά να πλέκονται με παμπάλαιες εκκλησίες, κάποιες από τις οποίες φτιαγμένες την εποχή της Εικονομαχίας… Σιγά σιγά, οι πεδιάδες και η θάλασσα έρχονται πιο κοντά. Τα τσιμεντένια κτήρια, μάρτυρες της πρόσφατης τουριστικής «ανάπτυξης» ολοένα και πυκνώνουν. Κίνηση. Τουριστικά καταλύματα. Ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Σημαιάκια. Καφετέριες άχρωμες και στερεότυπες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της τουριστικής αισθητικής. Το αυτοκίνητο να περνά ανάμεσα σε πρώην και νυν χωράφια, τα οποία διαπραγματεύονταν το αγροτικό τους παρελθόν με ένα παρόν, που είναι πλέον πεδίο δόξης λαμπρό για την τουριστική βιομηχανία…

Παρκάραμε στην παραλία και πήγαμε με τα πόδια στο μόλο. Εκεί περίμενε αρκετός κόσμος. Ήταν η πρώτη στιγμή μετά από ημέρες όπου είχα την ευκαιρία να χαλαρώσω και να ρουφήξω εικόνες, ήχους και χρώματα. Μια θάλασσα σε όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου και του τιρκουάζ να πλέκεται με κάτι βράχια λειασμένα από το κύμα που από μακριά έμοιαζαν με τεράστια στρογγυλεμένα βότσαλα. Απέναντι ήταν το νησάκι. Ένα λοφάκι στο δεξί μέρος, όπου κυμάτιζε μια ελληνική σημαία και αριστερά ένα εκκλησάκι, ζωσμένο γύρω γύρω από ανθρώπους που φαίνονταν σαν μυρμήγκια. 











Το καΐκι ξεκίνησε από το νησάκι. Ο Αντρέας έβγαλε την κάμερα. Τα πρώτα πλάνα… το καΐκι να έρχεται, να ξεφορτώνει κόσμο, να φορτώνει κόσμο, να απομακρύνεται, να φτάνει στο νησάκι… και πάλι πίσω. Στο πρώτο δρομολόγιο ο Αντρέας κατόρθωσε να τρυπώσει στο καραβάκι, το οποίο γέμισε αμέσως. Εμείς περιμέναμε το επόμενο. Σε μια μικρή βαρκούλα μια οικογένεια βοσκών φόρτωσε ένα χαρανί (καζάνι) με ξύγαλα (κάτι σαν γιαούρτι) το οποίο το μοίραζε στον κόσμο. Είχαν και ψωμί, σαρδέλες, και κάτι ακόμα, που έμοιαζε μαγειρευτό. Δίπλα, κάτω από ένα βράχο κάποιοι βοσκοί, μάλλον από το Φιλώτι, είχαν από νωρίς ανάψει μια φωτιά και ψήνανε οφτό, το οποίο είχαν κρεμάσει από σύρμα από ψηλά. Κάθε τόσο έβγαζαν ένα κομμάτι, το έκοβαν και τάιζαν τον κόσμο. Οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν… «Και του χρόνου» ήταν αυτή που επικρατούσε. Έστηνα τα αφτιά μου να ακούσω το «Να πληθαίνει το κοπάδι» που κάποτε λεγόταν της Πληθερής, αλλά δεν το άκουσα… Μπορεί να έτυχε…








Είχα επίσης ακούσει ότι της Πληθερής ρίχνουν τα ζουλοπρόβατα στη θάλασσα. Είχα λυσσάξει να το δω, για να το κινηματογραφήσουμε. Ρώτησα μια βόσκισσα που μοίραζε ξύγαλα, αλλά μου είπε ότι δεν ξέρει κανέναν που να το κάνει… Ο τρόπος που μίλαγε έκρυβε νοσταλγία… «Να ρίξουμε εμείς μερικά, για να το πάρετε» μου είπε… Αρνήθηκα ευγενικά. Τι νόημα θα είχε; Σίγουρα, δεν είμαι εδώ για να σκηνοθετήσω την πραγματικότητα, αλλά να την καταγράψω και, αν αξιωθώ, να την κατανοήσω. Πήγα στην ομάδα των βοσκών που ψήνανε το κρέας και τρώγανε, κόβοντας με ένα σουγιά τα κομμάτια. Ρώτησα έναν λεβένταρο εκεί πέρα αν ξέρει κανέναν που θα ρίξει τα ζώα στη θάλασσα. «Δεν μπορούμε, μας κυνηγάνε οι οικολόγοι», μου είπε. «Θεωρούν ότι είναι βασανιστήριο για τα ζώα. Εγώ τα Χριστούγεννα είχα βάλει ένα πρόβατο στη Φάτνη του Χριστού και αναγκάστηκα να το πάρω γιατί θα έβρισκα το μπελά μου». Δεν μπορούσα να μη γελάσω. «Του χρόνου, όμως, θα τα ρίξω. Έχουμε χάσει τα έθιμά μας. Μας έχουν απαγορέψει τα έθιμά μας»…

Δεν κρύβω ότι προβληματίστηκα. Ποιος ανόητος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο νους μου ταξίδεψε σε πολλά μέρη. Ταξίδεψε σε μακρινές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, που η γιαγιά μου μου έλεγε ότι ο προπάππους μου ο Νικολάκης, πριν τον πόλεμο, πήγαινε τα πρόβατα μια φορά το χρόνο στου Φόδελε, στη θάλασσα, για να τα βουτήξει μέσα. Σκεφτόμουνα τι μπορεί να σημαίνει για τον λαϊκό πολιτισμό ο εξαγνισμός μέσα στη θάλασσα: η θάλασσα, το αντίθετο της γης, η θάλασσα ως θηλυκό, η γη ως το αρσενικό, το αλάτι ως καθαρτήριο, η εποχή του χρόνου, που σηματοδοτεί το τέλος της άνοιξης και της αρχής του καλοκαιριού… Σκεφτόμουνα πώς οι βοσκοί, που ζούσαν όλο το χρόνο σε άμεση σχέση με τα ζωντανά και με τη φύση, ένιωθαν την ανάγκη αυτή την ημέρα να κάνουν αυτήν την τελετουργία: ρίξιμο των προβάτων στη θάλασσα, όπου μοιραία καθαρίζονται και μπορούν πιο εύκολα να τα κουρέψουν. Κατόπιν το άρμεγμα, το φτιάξιμο του ξύγαλου και το μοίρασμα σε όλον τον κόσμο, «για να πληθαίνει το κοπάδι». Κάθε μαζωμός βοσκού είναι ανοιχτός εκείνη την ημέρα για τον κόσμο, ο οποίος πηγαίνει, τρώει ξύγαλο, κρέας, τυριά, πίνει κρασί… Δεν θα μπορούσε να λείπει η τσαμπούνα και ό,τι αυτό συνεπάγεται… Το θεωρούν γούρι και τιμή, ειδικά αν είσαι ξένος. Όπως μας έλεγε ο Τάσος, η χαρά τους δεν περιγράφεται ότι κάποιος, ειδικά ξένος, μπει μέσα, κεραστεί, και πει την ευχή «Να πληθαίνει το κοπάδι». Όταν είπα στον Τάσο αυτό για την «απαγόρευση» από τους «οικολόγους» (όπως συλλήβδην ονομάζουν όσους ασχολούνται με το περιβάλλον οι βοσκοί και έχουν άγρια αντιπαλότητα με αυτούς) μάλλον αμφέβαλε ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Ποιος ξέρει… Πιθανόν το έθιμο να έχει ατονήσει, λόγω της ευρύτερης αλλαγής των κοινωνικοπολιτισμικών δομών. Δεν θα μπορούσε η βοσκοσύνη να μείνει ανεπηρέαστη από όλην αυτή την αλλαγή… Δεν ξέρω τι να πιστέψω… Μάλλον θα πιστέψω τον Τάσο και το ένστικτό μου… Πηγαίνοντας για τη Μικρή Βίγλα παντού έβλεπες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις για θαλάσσια σπορ, βιλίτσες λες και είσαι στην Καλιφόρνια… Πράγματα που ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα τριάντα χρόνια πριν. Ποιος βοσκός θα κοτούσε να περάσει το «φράγμα της ανάπτυξης»; Και πόσο παράταιρο θα ήταν στα μάτια των περισσότερων τα πρόβατα να κολυμπάνε ανάμεσα σε πρώιμους Γερμανούς τουρίστες που κάνουν γυμνισμό ως «επιστροφή στη φύση» ερήμην της φύσης και –αλίμονο– ερήμην όσων την ξέρουν καλύτερα από τον καθένα, δηλαδή των βοσκών; Ίσως η κουβέντα του βοσκού που ρώτησα να μεταφέρει συγκεκαλυμένο όλον αυτόν τον εκτοπισμό από τη ζώνη της παραλίας. Η ουσία είναι ότι, πηγαίνοντας μετά προς την Πλάκα, διασχίζοντας μεγάλη απόσταση πάνω σε παραλιακό χωματόδρομο δεν είδαμε ούτε ένα προβατάκι για δείγμα…

Όσα γίνονταν στο νησάκι της Παναγιάς Παρθένας ήταν πραγματικά συγκλονιστικά. Τα λόγια είναι φτωχά. Ή νιώθεις, ή δεν νιώθεις. Ή βιώνεις όλη αυτήν την ενέργεια που καθένας από τους προσκυνητές (βοσκοί οι περισσότεροι ή απόγονοι βοσκών) κουβαλά ή δεν την βιώνεις. Από κοντά και κάποιοι άσχετοι, όπως εμείς, και κάποιοι λίγοι τουρίστες. Προσφορά… ευχές… Μια κατάνυξη που δεν έχει έρεισμα σε έναν μπαμπούλα -έξω και πέρα από μας- Θεό, άλλα σε μια θεϊκή δύναμη που είναι και αυτός βοσκός. Που είναι δίπλα σου στον μαζωμό, όταν αρμέγεις, όταν τυροκομάς, όταν αγωνιάς για το κοπάδι σου… Αυτός ο Θεός λατρευόταν στο νησάκι. Ο άλλος, ο Εβραίος με τις γενειάδες, είναι μια επιφάνεια πρόσφατη, ρηχή και ξένη… Σκέψεις όπως αυτές έκανα όταν με έψηνε ο ήλιος περιμένοντας το καΐκι να μας περάσει απέναντι, αποτιμώντας, παράλληλα, το υλικό που προέκυψε. Τα πλάνα που τράβηξε ο Ανδρέας, με τον κόσμο να προσκυνά, να ανάβει κεριά, να παίρνει ξύγαλα, να παίρνει μεζέδες, μακρινά, κοντινά, σε τριπόδι, στο χέρι…

Όλοι μας είχαμε βγάλει τη μπέμπελη από τη ζέστη. Το μπάνιο ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένο. Ωστόσο ο Αντρέας δεν το χάρηκε, καθώς είχε πρόβλημα με το στομάχι του και εγώ δεν ήθελα να μπω για να έχω το νου μου μήπως μας πάρει ο Τάσος για να πάμε σ’ έναν μαζωμό. Χαλάρωση… Ήλιος… Θάλασσα… Διάχυση του ήχου στην εικόνα και της εικόνας στον ήχο… Το κύμα να σκάει και ο παφλασμός του να ταξιδεύει στον αέρα, καθώς το νερό το ρουφούσε η χοντρή άμμος. Στιγμές αφαίρεσης. Κυκλάδες. Φως…






Κατά τις δύο ξεκινήσαμε. Μίλησα με τον Τάσο. Ήμασταν καλεσμένοι στο μαζωμό του «Τραμπούκου» στην Αγιασό. Ο Γιώργης είναι ο ιδιοκτήτης μιας σύγχρονης τυροκομικής μονάδας και ως εκ τούτου σχετίζεται με πολλούς από τους βοσκούς του νησιού. Το γλέντι γινόταν στο σπίτι της οικογένειας, που βρίσκεται μέσα στον μαζωμό. Φτάσαμε εκεί κατά τις τρεις το μεσημέρι. Ο κόσμος καθόταν ήδη στο τραπέζι. Ηρεμία και τάξη. Η πρώτη εντύπωση ήταν ότι οι εποχές μπορεί να άλλαξαν, τα μέσα μπορεί να εκσυγχρονίστηκαν, όπως στην περίπτωση του Γιώργη, ωστόσο η ατμόσφαιρα που επικρατούσε θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα σε κάποιον απόμερο μιτάτο βοσκού, πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Η γιαγιά, οι κόρες, οι νύφες, ο γιος να σκίζονται για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Βραστό κρέας… Εξαιρετικά βρασμένο, να λιώνει στο στόμα… Τυριά… ξινομυζήθρα και αρσενικό χλωρό. Κρασί… το γνωστό, λιαστό, βαρύ, κόκκινο ναξιώτικο κρασί που το ξέρω και με ξέρει… Κάθε γουλιά του είναι και μια έκρηξη που γαργαλάει τους σιελογόνους αδένες και τον ουρανίσκο, αφήνοντάς σου μια συγκεκαλυμμένη γλύκα στην επίγευση… Μου είναι αδύνατον να μη συνδέσω μέσα μου αυτό το κρασί με αυτά τα μαγικά τυριά… το αρσενικό (όσο είναι χλωρό αλλά και ξερό καλό είναι, θυμίζοντας έντονα την παρμεζάνα), αλλά κυρίως το ξινότυρο! Την πιο μαγική γεύση τυριού που έχω δοκιμάσει ποτέ! Και μέσα σ’ όλα αυτά, ας προσθέσει κανείς και την τσαμπούνα. Για μένα το ξινότυρο ή το αρσενικό, το ναξιώτικο κρασί και η τσαμπούνα είναι μια ενιαία, ομοούσιος και αδιαίρετος τριάδα!..





Κοίταζα το τραπέζι. Άνθρωποι από διάφορα ορεινά χωριά να κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον, να τρώνε και να πίνουνε. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω… Μου είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπω τον καθένα στον κόσμο του, να ταΐζει και να ποτίζει το υπερεγώ του, σταθμίζοντας την κάθε πράξη του ανάλογα με τον σχεδιασμό και το συμφέρον του. Εδώ όμως ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό. Ένιωθα ότι καθένας από αυτούς αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως ένα φύλλο από ένα τεράστιο δέντρο. Υπήρχε μια χαλαρότητα αλλά και μια τάξη. Ίσως είμαι ρομαντικός. Ίσως αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να μπορώ να εξηγήσω γιατί. Ίσως σε αυτούς να βλέπω τον παππού μου, τον Χαρίτο, και τον προπάππου μου το γέρο-Νικολάκη που δεν γνώρισα. Αυτό που με μάγεψε ήταν όλη αυτή η «αύρα» που εξέπεμπαν αυτοί οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι από αυτούς, θεριά! Να πιάσουν την πέτρα και να τη στύβουν… Πραγματικοί άντρες!.. Να τους βλέπεις να εκπέμπουν μια αρχοντιά ζηλευτή… Ο τρόπος που μιλούσαν… Που εύχονταν στους νοικοκυραίους... Που γελούσαν… Ένα πραγματικό πιγκ-πογκ προσφοράς, φιλοξενίας, ανιδιοτέλειας και αφτιασίδωτης ευγένειας.

Όταν άρχισε το γλέντι κατάλαβα ότι δεν ήμουνα εγώ ο ρομαντικός… Έβλεπα αυτά τα θεριά, τους ψημένος από τον ήλιο και τις βροχές ανθρώπους, που τα χέρια τους είναι σαν τανάλιες, να πιάνουν τις τσαμπούνες τους. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Να ήταν, άραγε, το αντίδωρο των φιλοξενούμενων προς τους νοικοκυραίους; Να ήταν η συμπύκνωση της ψυχής του καθενός, δουλεμένη με τα χρόνια πάνω στην τσαμπούνα, η οποία μοιραζόταν στην παρέα όπως το ξύγαλα και το αρσενικό; Μήπως ήταν το «Εγώ» που συναντούσε το «Εμείς» και υπήρχε μόνον γι’ αυτό και χάρις σ’ αυτό; Σκέψεις… εικόνες… αισθήματα… κρασί… αρσενικό τυρί… η τσαμπούνα από χέρι σε χέρι… τραγούδια… κοτσάκια… χοροί… και πάλι τραγούδια… και πάλι αλλαγή τσαμπούνας και ξανά τα ίδια… Το τουμπάκι να καρφώνει σαν με σφυριές σκέψεις, ενδοσκοπήσεις, προβληματισμούς, εικόνες και ανθρωπιά στο μυαλό μου… Αλίμονο… Ήταν υπερβολικά πυκνό για μένα αυτό που βίωνα. Με ξεπερνούσε… Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου καθέναν από τους συνδαιτυμόνες να είναι μια ιστορία από μόνος του. Δεν ήταν όλοι βοσκοί, φυσικά. Ήτανε και άλλοι οι οποίοι είχαν αναμνήσεις από τη βοσκοσύνη και ένιωθαν να βρίσκονται στο οικείο τους περιβάλλον. Όλες αυτές οι ιστορίες ανθρώπων έπλαθαν μπροστά στα μάτια μου μια συλλογική αφήγηση, όπως τα ρυάκια που ενώνονται σε έναν ορμητικό χείμαρρο. Δεν μπορούσα, δεν είχα την δύναμη να «αποδομήσω»-αναλύσω-ερμηνεύσω όλα αυτά που έβλεπα. Μπορούσα μόνο να αφεθώ σε αυτά να με διαπεράσουν και να με παρασύρουν. Έκσταση… μέθεξη… προβληματισμός... ενδοσκόπηση. Τι δουλειά έχω εγώ σε αυτό το τραπέζι; Με ποιο δικαίωμα μεταλαμβάνω «τα σα εκ των σων», τη στιγμή που δεν έχω βιώσει στο πετσί μου το μόχθο και την αγωνία του βοσκού; Δεν ξέρω τι σημαίνει να τιθασεύεις τη γη. Δεν ξέρω τι σημαίνει να «μιλάς» με τα ζουλοπρόβατα. Παραείμαι «χάρτινος» σε σχέση με αυτά τα θεριά…










Από τις σκέψεις και την αγωνία μου με έβγαλε η Μαρία, φιλόλογος και λαογράφος. Ο λόγος της στρογγυλός, μετρημένος, συγκροτημένος, επιστημονικός. Την απέσπασα για λίγο από την παρέα και της πήραμε μια μικρή συνέντευξη. Μου έδωσε να καταλάβω τι σημαίνει για έναν βοσκό των παλαιών καιρών, που ζούσε μέσα στη φύση, για μια μέρα, της Πληθερής, να δίνει «αντίδωρο» για όλα όσα η φύση του προσφέρει όλο το χρόνο. Πόσο «μαγικό» και «οργιαστικό» είναι όλο αυτό αλλά και πόσο ενταγμένο στον φυσικό κύκλο και στην έννοια του μέτρου. Παίρνεις όλο το χρόνο από τη φύση, και τη μέρα της Πληθερής δίνεις πίσω στους συνανθρώπους σου. Έτσι, εξασφαλίζεις το δικαίωμα η φύση να σου δώσει πάλι και για την επόμενη χρονιά τα δώρα της. Μου έλεγε και άλλα… Πρέπει να τα ξανακούσω και να τα μελετήσω… πολύ σημαντικά πράγματα, μέσα από τον επιστημονικό της λόγο. Εμένα, όμως, όσο μου τά ‘λεγε, καρφωνόταν ολοένα και βαθύτερα στο μυαλό μου η λέξη «προσφορά», όπως και οι λέξεις «ανθρωπιά» και «μέτρο» μέσα από τα χτυπήματα του τουμπιού. Συνειδητοποίησα ότι μέσα από μια προσφορά τέτοιου τύπου αποφεύγεις την ύβρι… Ο βοσκός έχει επίγνωση ότι αποτελεί μέρος ενός κύκλου και ενός οικοσυστήματος. Δίνει, για να πάρει… Το «Δώρο» του Μαρσέλ Μως στο μυαλό μου… Πόσο διαφορετική αντίληψη από τη στεγνή οικονομικίστικη προσέγγιση που αντιμετωπίζει τη γη και τη φύση ως λάφυρο… Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, όλα όσα γίνονταν σε αυτό το τραπέζι ήτανε περιττά: «Μα, τόσα ζώα σφάχτηκαν για ένα γλέντι», «Μα, τόσα τυριά», «Μα, τόσα έξοδα». Τι να απαντήσεις; Μάλλον το περίφημο «πού να σου εξηγώ» που είχε πει κάποτε ο Μπιθικώτσης. Εγώ πάντως, έβλεπα τον Γιώργη, τον νοικοκύρη, να παίζει την τσαμπούνα του και ο πραγματικός του πλούτος «μάτι να μην τον πιάνει», όπως λέγανε κάθε τόσο στο τραπέζι, ήταν τα τρία παιδάκια του που ζουζούνιζαν και έπαιζε το καθένα από ένα τουμπάκι, προσπαθώντας να μπουν στο πνεύμα του γλεντιού. Η τυροκομική μονάδα και το εμπόριο μπορούν να περιμένουν. Σήμερα είναι της Πληθερής!





Δεν ήμουνα ο μόνος που έκανε αυτές τις σκέψεις και ένιωθε αυτό το δέος… Από κοντά και ο Τάσος, που επέλεξε ως πατρίδα και τόπο κατοικίας τις Κυκλάδες πριν τριάντα χρόνια, ο οποίος έχει περπατήσει και χαρτογραφήσει το κάθε μονοπάτι σε κάθε νησάκι. Τον έβλεπα να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ποιμενικής αυτής τελετουργίας, ως σαρξ εκ της σαρκός της. Πραγματικά, αδυνατώ να γράψω γι’ αυτόν τον άνθρωπο! Είναι από αυτούς τους περιηγητές που μπορεί να αφουγκραστεί τον κάθε βοσκό, μπορεί να «ακούσει» τις φωνές από τις πέτρες, να διαβάσει τα βιβλία διαγώνια και ανάμεσα στις γραμμές και να έχει μια ματιά που συμπυκνώνει τις εμπειρίες μιας ζωής γεμάτη Αιγαίο. Το αληθινό Αιγαίο, όμως… Τις ίδιες σκέψεις φαίνεται ότι μοιραζόμασταν και με τον Ψαροστέφανο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση που αυτός ο άνθρωπος, ο μερακλής, καθόταν σιωπηλός και ακίνητος στο απέναντι πεζούλι. Ήθελε να τους βλέπει όλους και να τους ακούει όλους… Λες και ρούφαγε την ενέργεια της παρέας, τη φιλτράριζε μέσα του και βίωνε την κάθε κίνηση, την κάθε δαχτυλιά της τσαμπούνας, το κάθε κοτσάκι… Μόνος, σε μια γωνία, σιωπηλός… Πλησίασα… ήταν δακρυσμένος… Σήκωσα τη μηχανή και τον έβγαλα μερικές φωτογραφίες… απομακρύνθηκα για να μην βεβηλώσω αυτές τις μοναδικές στιγμές.

Όλοι είχαμε πιεί…  Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, το κρασί έκανε το στόμα ενός να ανοίγει και να μην κλείνει. Να διαλαλεί πως στον Τάσο οφείλουμε τα πάντα! Πως οι τσαμπούνες δεν θα είχαν πάρει νέα πνοή αν δεν ήταν αυτός. Πως τα βοσκοκόπελα στο Φιλώτι παίζουν και πάλι τσαμπούνες. Όλα αυτά μ’ έναν ένθεο παροξυσμό, υπαγορευμένο από το κρασί, τη μουσική και τη μέθεξη της παρέας. Δεν θα άλλαζα κάτι. Ο φίλος αυτός με έβγαλε από την αδυναμία να μιλήσω για τον Τάσο…

Παραζάλη… Κάτι ο πρωινός ήλιος, κάτι το κρασί, κάτι η μέθεξη του γλεντιού. Από τη μια θεωρία δικτύων και η θεωρία της επιτέλεσης να προσπαθούν να προσφέρουν εργαλεία για να κατανοήσω και να ερμηνεύσω αυτά που βίωνα και από την άλλη όλα αυτά τα θεριά να λειτουργούν σαν μικρά παιδιά. Είχαν φτιάξει έναν μικρό κύκλο εξακοντίζοντας κοτσάκια ο ένας στον άλλον. Κάθισα σε μια άκρη… άκουγα… ρουφούσα ό,τι μπορούσα με όλες μου τις αισθήσεις. Γαλήνη… Διάλυση αμφιβολιών και προβληματισμών. Η θέση μου ήταν στο γλέντι! Παράτησα τη γωνιά μου και μπλέχτηκα μέσα στην παρέα με τα κοτσάκια. Κάποια στιγμή, ξεφούρνισα κι εγώ ένα, για την περίσταση:

Του χρόνου, μέρα Πληθερή,
για κάθε φύλλο κι ένα αρνί

Είχα ενωθεί μαζί τους…




4 σχόλια:

Unknown είπε...

Να ´σαι καλά που με ταξίδεψες

Katerina Plessa είπε...

Εξαιρετικό!!!

Unknown είπε...

αξαιρετικο

Unknown είπε...

Εξαιρετικό!!!!!

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!