Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Νίκος Γράψας: Ένας ταξιδευτής των ήχων

Αποσπάσματα από συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Νίκος Γράψας, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hitech, τεύχος Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2004.

Νίκος Γράψας: Ένας ταξιδευτής των ήχων…

Ο Νίκος Γράψας δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ένας από τους πρωτεργάτες της «επαν-ανακάλυψης» των παραδοσιακών οργάνων και του παραδοσιακού ήχου, μια εποχή όπου, όλα έδειχναν ότι τα ακούσματα αυτά ήταν ένα μακρινό παρελθόν. Η διαδρομή του ξεκινά επίσημα με τις «Δυνάμεις του Αιγαίου», στις αρχές της δεκαετίας του ’80, για να περάσει στους «Άβατον», στην «Πάραλο» και σε άλλα μουσικά σχήματα. Πώς, όμως, κινήθηκε σ’ αυτόν το χώρο, μια εποχή που τα όργανα αυτά, ακόμη και σε οπτικό επίπεδο, ήταν άγνωστα; Και τι πιστεύει για τη σημερινή δισκογραφική πραγματικότητα; Αυτά είναι μόνον μερικά από τα σημεία που έθιξε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Ας ξετυλίξουμε, λοιπόν, μαζί το νήμα…

Γεννημένος στη Λευκάδα και μεγαλωμένος στην Αθήνα, άκουγε από τη μια παραδοσιακά τραγούδια, στα οικογενειακά γλέντια κι από την άλλη εμποτιζόταν από τη ροκ ατμόσφαιρα της εποχής. Όλα αυτά, πριν αρχίσει τις συστηματικές του σπουδές στο ωδείο.

Έκανα τον «DJ» στις γιορτές του σπιτιού. Είχα τους δίσκους στη σειρά, συνήθως σαρανταπεντάρια με δημοτικά. Αυτά παίζαν στη δική μου οικογένεια. Κάποια στιγμή, ασχολήθηκα με την κιθάρα και με κάποιους φίλους από το σχολείο αρχίσαμε να κάνουμε τα πρώτα γκρουπάκια. Αυτά πριν τριάντα χρόνια. Στη Μεταπολίτευση. Σ’ εκείνη την ηλικία, μέχρι να τελειώσω το λύκειο, δεν είχα πάει σε ωδείο. Μετά πήγα. Έκανα κιθάρα, την τελείωσα και μετά πήγα προς πιάνο και θεωρητικά. Ο δάσκαλος καμιά φορά παίζει ρόλο. Είχα τον Δραγατάκη στη φούγκα και την ενορχήστρωση. Είχαμε ένα σχέδιο, να γράψει ένα κονσέρτο για το ούτι, όπως είχε γράψει για το σαντούρι. Με έβαζε και του έπαιζα στο σπίτι του. «Παίξε ό,τι θέλεις, ό,τι μπορεί να βγάλει αυτό το όργανο», μου έλεγε, και ηχογραφούσε ώρες ατελείωτες. Δεν προφτάσαμε, όμως.

Πώς όμως πέρασε στη φάση του «παραδοσιακού»; Και πόσο επαρκής είναι αυτός ο όρος;

Δεν μπορώ να το ονομάσω. Εδώ, μπορώ να σου πω ότι δυσκολεύομαι. Υπάρχει η τάση στην Ελλάδα να λέγονται όλα παραδοσιακά. Το ούτι δεν μπορώ να το πω παραδοσιακό όργανο, όταν έχει πίσω του μια τέτοια λόγια παράδοση. Ούτε το «όργανα της ανατολής» μου αρέσει. Μάλλον το όνομά τους φτάνει. Δε λέμε ούτε «γερμανικό πιάνο», ούτε «λόγιο γερμανικό πιάνο». Πιάνο και τελείωσε.

Το πρώτο «παραδοσιακό» όργανο με το οποίο ασχολήθηκα ήταν το λαούτο, γιατί μόνον αυτό μπορούσες να βρεις εδώ τότε. Η λύση ήταν να πάμε στην Πόλη, στη Σμύρνη ή στην Αίγυπτο, στο Κάιρο. Κι έτσι πέσαν τα πρώτα όργανα στα χέρια μας. Σάζι, νομίζω, ότι πρέπει να ήμουν από τους πρώτους που έφεραν από την Τουρκία. Και ο Τσιαμούλης ούτι και ο Ταμπούρης κανονάκι. Και νέι, σίγουρα, ήταν το πρώτο του Τσιαμούλη. Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει από τότε. Ακόμη και τα τελευταία ούτια που παραγγείλαμε τελευταία, μαζί με τον Ross Daly, συνέπεσε να είναι από τον ίδιο μάστορα από την Πόλη.

Τον προβληματίζει το ότι δεν κατασκευάζονται συστηματικά τα όργανα αυτά και στην Ελλάδα, παρόλη την «έκρηξη» του ενδιαφέροντος που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.

Κακά τα ψέματα, χωρίς τους εκφραστές αυτής της κουλτούρας, που είναι τα όργανα, δεν έχεις και τη μουσική. Είμαστε γεμάτοι κιθάρες εδώ και σύνθι, άντε και ταραμπούκες τελευταία. Ως εκεί. Αν δεν έχεις όργανα, δεν μπορείς να αναπτύξεις τίποτα.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, βέβαια, παρατηρείται μια «έκρηξη» του ενδιαφέροντος γι’ αυτά τα πράγματα. Και φαίνεται σαν έκρηξη, γιατί παραήτανε στο «χρονοντούλαπο» έως τότε. Η αφορμή, μάλλον, ήτανε τα μουσικά σχολεία. Γιατί γίνανε τριάντα - τόσα μουσικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν ένα σε κάθε νομό, όπου μέσα στα ευρωπαϊκά μαθήματα μπήκαν και τα μαθήματα της άλλης παράδοσης, της «ανατολικής», ας το πούμε. Και κάποια μπήκανε υποχρεωτικά, όπως η βυζαντινή, όπως και από την ευρωπαϊκή μπήκε το πιάνο. Έτσι, υποχρεωτικά, όλοι άρχισαν να αγοράζουν αυτά τα όργανα. Με αυτόν τον τρόπο, πάντως, είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν κάποια «μουσικά κατάλοιπα», «απωθημένα», που δεν μπορούσαν με τα άλλα όργανα. Και, όντως, κάποιοι τα αγαπήσανε.

Ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτήν την «έκρηξη», πάντως, ήταν και η δραστηριότητα των «Δυνάμεων του Αιγαίου». Ενός σχήματος από πέντε νέους μουσικούς (Γράψας, Τσιαμούλης, Ζευγώλης, Ταμπούρης, Κλαπάκης), οι οποίοι έδωσαν μια φρέσκια πνοή, μακριά από την ακαδημαϊκίστικη προσέγγιση που υπήρχε έως τότε. Ο Νίκος Γράψας μας μετέφερε κάποιες στιγμές από εκείνη την εποχή.

Η πρώτη αντίδραση ήταν το ξάφνιασμα. «Τι είναι αυτά!..». Μερικοί, που τύχαινε να τα γνωρίζουν, επειδή ίσως είχαν δει κάποιον μουσικό από αυτούς που είχαν έρθει από τη Μικρασία, όπως τον Στεφανίδη στο κανονάκι, ξέραν τι είναι. Οι νεότεροι μουσικοί εδώ, οι «Αθηναίοι», δεν ήξεραν τι είναι αυτά και πώς παίζονται.

Υπάρχει, μάλιστα, ένα χαριτωμένο περιστατικό. Εμείς ήμασταν «ανακάλυψη» του Σαββόπουλου. Μας καλούσε τακτικά στο σπίτι του: «Ελάτε απόψε, θα έρθουν μερικοί φίλοι, να δούνε τα όργανα και να παίξετε». Μια βραδιά, πρέπει να ήμουν είκοσι δύο – είκοσι τριών χρόνων, πάμε και βλέπουμε ένα «τιμ» με Χατζιδάκι, Θοδωράκη και μερικούς άλλους. Ο Θοδωράκης, κάποια στιγμή, αφού κοίταζε τα όργανα, με ρώτησε ψιθυριστά: «αυτά τα δύο είναι λαούτα»; «Όχι, του λέω, το ένα είναι λαούτο και το άλλο ούτι». Φαντάσου, λοιπόν, τι άγνοια υπήρχε γύρω από αυτά τα όργανα, ακόμη και από ανθρώπους του μεγέθους του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος έχει ταυτιστεί με τον ελληνισμό.

Από την άλλη, σ’ αυτούς που κινιόντουσαν σ’ αυτόν τον χώρο, ειδικά σ’ όσους είχαν «καθοδηγητική» θέση, δεν κάναμε καλή εντύπωση. Θυμάμαι ότι κανείς δεν είπε «μπράβο», εκτός από κάποιους μουσικούς. Μας καταλόγιζαν ότι δεν κρατήσαμε τους τύπους και τα πρότυπα της κάθε περιοχής. Και εμείς, θυμάμαι, από τότε διαφωνούσαμε. Και λέγαμε: «γιατί να μας φωτογραφήσεις εσύ το στιγμιότυπο που θέλεις, που είσαι κι εσύ μέσα και να μη μας φωτογραφήσεις το προηγούμενο από σένα, να δούμε, έτσι ήταν πριν;». Μη φωτογραφήσεις το 1930 ή το 1950 και να πεις «να τη η παράδοση». Πριν απ’ αυτό, τι; Μετά τι; Τελείωσε;

Εμάς, πάντως, άμεσα δεν μας είπε κανείς τίποτα. Μερικοί, βέβαια, μας υποστήριζαν. Θυμάμαι μάλιστα ένα περιστατικό, με τον Παναγιώτη Κουνάδη, τον γνωστό ερευνητή του ρεμπέτικου. Μας συνάντησε τυχαία, στον δρόμο, στην Ακαδημίας. Δεν τον ξέραμε εμείς. «Επ, εσείς δεν είσαστε αυτοί»; Είχαμε βγει κανα – δυο φορές στην τηλεόραση, βλέπεις. «Ξέρετε τι έχετε κάνει;» «Τι κάναμε;», του απαντάμε. «Δεν έχετε καταλάβει; Κλείσατε μια τρύπα από το 1930 έως το 1970, την περίοδο της στασιμότητας ή, ακόμη, και της απαγόρευσης αυτής της μουσικής». Γιατί, όπως ξέρεις, μετά από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και τους ρεμπέτες, η δισκογραφία κινήθηκε κατευθείαν προς τη Δύση, με τον Μητσάκη, τον Χιώτη και τους άλλους. Από την «από ‘δω» πλευρά δεν έμεινε τίποτα. Ούτε φθογγολόγιο, ούτε λαϊκοί δρόμοι, ούτε καν τα ίδια τα όργανα!..

Ένας ακόμη λόγος που μας αντιμετώπισαν θετικά, είναι επειδή ακούγονταν τα όργανα καθαρά και κουρδισμένα κι επειδή δεν τραβάγαμε κανένα ζόρι με τον ήχο αυτό ως έκφραση της «ελληνικής λεβεντιάς». Έτσι, ο ήχος μας φάνηκε σαν ένα γεγονός της εποχής. Δεν ήταν μια «αναβίωση». Και ούτε θέλαμε κάτι τέτοιο. Να αναβιώσουμε τι; Αφού δεν ξέραμε τι υπήρχε στο παρελθόν.

Οι «Δυνάμεις» υπήρξαν για εννιά χρόνια. Από το 1983 έως το 1992. Η πρώτη δισκογραφική δουλειά ήταν ο ομώνυμος δίσκος, στη Λύρα. Μετά ήταν το «Ήχος δεύτερος» και τελευταίο το «Ανατολικό Παράθυρο». Αυτοί οι τρεις δίσκοι και κάτι συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, όπως του Σταυριανού και του Μαρκόπουλου. Αυτά ως αίσθηση ήχου.

Δεν είναι ότι δεν είχαμε τι να κάνουμε, απλά, υπήρχαν διαφορετικοί ρυθμοί. Εγώ τότε είχα «φόρα» και βαριόμουνα το πολύ «περίμενε» και τον αργό ρυθμό. Εκείνη την εποχή έκανα τις «Γυναίκες της πίκρας», το «Στα βουνά της Αρκαδίας» και μετά δύο διπλά CD. Το «Στις θάλασσες της Ιωνίας» και το «Μια κόρη από την Αμοργό».

Στο σημείο αυτό, η συζήτηση στρέφεται, αναπόφευκτα, προς την δισκογραφική πραγματικότητα. Ποιες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν στην προβολή των «Δυνάμεων του Αιγαίου» είκοσι χρόνια πριν και σήμερα δεν αφήνουν χώρο για αντίστοιχες δραστηριότητες;

Υπάρχει πολύ μουσική, αλλά δεν υπάρχει αγορά. Οπότε, δεν παράγεις. Αν δεν παίζεις ζωντανά, δεν έχει αγορά. Όσο υπάρχουν χώροι, κανένα φεστιβάλ, να παίζει κανένας ξένος, κανένας Έλληνας, να «ξαναμπαίνει στο μάτι μας» κανένα ούτι και κανένα τέτοιο όργανο. Τότε αναζωπυρώνεται η αγορά και οι έμποροι λένε «δώσε CD στα μαγαζιά, γίνονται συναυλίες παραδοσιακής μουσικής». Τότε βρίσκεις. Μετά δεν βρίσκεις και να θες. Πας σ’ ένα δισκοπωλείο και δεν έχει. Δεν υπάρχει χώρος. Είναι τρομερή η παραγωγή των ποπ σήμερα και κοιτάνε, με νύχια και με δόντια, να προωθήσουν αυτά.

Το πρόβλημα αυτής της μουσικής είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο σύστημα διάθεσης. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν υπάρχουν οι παραγωγοί που υπήρχαν κάποτε. Μάλιστα, επειδή δεν είσαι τραγουδιστής, δηλαδή του χεριού της εταιρίας, αλλά είσαι γκρουπ, σου λέει «δεν σου δίνω παραπάνω ποσοστά από τη διανομή, σου δίνω όσα δίνω και στους άλλους». Αυτός προσπαθεί να σε ρίξει. Σου λέει «διαφορετικά, θα κάνω κακό προηγούμενο». Έτσι, δεν σου κάνει συμφωνία και σε κόβει τελείως. Ενώ τον τραγουδιστή κάνουν ό,τι θέλουνε. Υπάρχει πληθώρα! Είναι σημείο των καιρών, βλέπεις. Στο Εθνικό Ωδείο, όπου διδάσκω, το τμήμα του ελαφρού τραγουδιού είναι τρίτο σε αριθμό μαθητών, μετά το πιάνο και την κιθάρα!..
Τότε υπήρχαν κάποιοι μουσικοί που κάναν και τους παραγωγούς: ο Σαββόπουλος και ο Χατζιδάκις, για παράδειγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι τη μια παραγωγή μας την έκανε ο Χατζιδάκις στον Σείριο και την Άλλη ο Σαββόπουλος στη Λύρα. Και δεν έβγαλε μόνον εμάς. Κοίταξε να δεις συγκυρία: Παπάζογλου, Ξυδάκης, Φατμέ, η Ελευθερία Αρβανιτάκη με την Οπισθοδρομική Κομπανία, Δυνάμεις του Αιγαίου. Όλα αυτά στο μικρό διάστημα που δεν ξέρω πώς είχε κάτσει και έκανε ο Σαββόπουλος παραγωγές στη Λύρα. Στον Σείριο, αντίστοιχα, υπήρχε άλλη μια ομάδα. Αυτοί οι δύο, ο Χατζιδάκις και ο Σαββόπουλος, είχαν μια σχέση καλή, αλληλοεκτίμησης. Αυτή ήταν η συγκυρία. Και είχαν χέρι μέσα στις εταιρίες που δουλεύανε. Κάτι που δεν άφησαν μετά οι πολυεθνικές να ξανασυμβεί. Δηλαδή να μπούνε μουσικοί με άποψη μέσα στην παραγωγή. Ενώ έτσι θα ‘πρεπε να είναι κανονικά. Προς Θεού!.. Μετά παραγωγοί ήταν κάποιοι κύριοι, οι οποίοι, με τις τέχνες τουλάχιστον, δεν είχαν καμία σχέση.

Γίνεται μεγάλος πόλεμος. Για παράδειγμα: Η εταιρία που έβγαλε το σάουντρακ της Ευανθίας Ρεμπούτσικα από την «Πολίτικη Κουζίνα» ήταν ανεξάρτητη. Ο δίσκος πήγε πολύ καλά. Όμως, επειδή η εταιρία δεν ανήκε στην ένωση δισκογραφιών εταιριών, δεν συμπεριλήφθηκε ο δίσκος αυτός ως υποψήφιος για τα βραβεία «Αρίων». Ούτε μπορείς να συμπεριληφθείς στο “top 20”. Αν είσαι τέτοια εταιρία και δεν είσαι στην «παρέα», δεν φαίνεσαι. Πρέπει να έχεις ένα αυτόνομο σύστημα, με δικό σου σύστημα διανομής, να πεις ότι θα κάνω κάτι. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρέπει να έχεις υποστήριξη από κάποιους φορείς, είτε κρατικούς είτε ιδιωτικούς.

Θα μπορούσε, όμως, η ελληνική αγορά, να αντέξει ένα «κύμα» μουσικών του παραδοσιακότροπου ήχου;

Εκατό τοις εκατό!.. Κατ’ αρχάς είναι όργανα ελκυστικά, στον ήχο τους. Αν κάποιος εξασφαλίσει έναν τρόπο να μπορέσει ν’ ακουστεί, μπορεί να κάνει καταπληκτικά πράγματα με αυτά τα όργανα. Ξέρεις τι νομίζω ότι είναι αυτό που τα «συκοφαντεί»; Η λογική της «κομπανίας», ο παλαιός τρόπος, που δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις των καιρών. Ξέρεις, αυτό το τυποποιημένο το παλαιό που το θεωρούμε εμείς σώνει και καλά παράδοση και πρέπει να το ακολουθούμε. Όχι. Ας ανοιχτούμε.

Το πρόβλημα είναι αλλού. Δεν έχουμε παραγωγούς. Αυτό μας λείπει. Κάποιος που να αναλάβει κάποιο σχήμα και να του δώσει τη δυνατότητα να βγάλει τον ήχο του. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από μας σ’ αυτό το σημείο. Έχουν κάνει τρομερές καινοτομίες στο παίξιμο των οργάνων και είναι ανοιχτοί στον πειραματισμό. Εδώ δεν τολμάμε, γιατί είναι όλα περιχαρακωμένα: παραδοσιακή – κλασική. Άμα καταφέρουμε να το ξεπεράσουμε, θα είναι πολύ καλό. Γιατί τα ίδια τα όργανα είναι πολύ ελκυστικά.

Κατά πόσο, όμως, μπορεί να βρει «μια θέση στον ήλιο» μια μουσική σκηνή που βρίσκεται πέρα από τη λογική των πολυεθνικών, ακόμη κι αν είναι βαθύτατα ριζωμένη στην ψυχή ενός λαού;

Δεν γνωρίζω ποιος θα νικήσει. Θα νικήσει η διάθεση των ανθρώπων των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, ή θα νικήσουν οι βιομηχανίες και η αγγλοσαξονική λογική της ποπ; Εκτός αν οι τελευταίοι πούνε «ΟΚ, άστους να παίζουν εκεί κάτω και βάλτους να μας φέρνουνε λεφτά». Μπορεί και αυτό να συμβεί. Γιατί οι ρίζες που έχουν οι μουσικές αυτές σ’ εμάς είναι πολύ βαθιές. Δεν σκέφτομαι μόνον την Αθήνα γι’ αυτά που σου λέω τώρα, αλλά σκέφτομαι και την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Μη σου πω και τα Βαλκάνια. Στις βαλκανικές χώρες η μουσική αυτή είναι στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Το ίδιο και στις απέναντι ακτές. Εμείς το ‘χουμε χάσει το παιχνίδι λίγο. Στη Σμύρνη, όμως, είναι πολύ δύσκολο να δεις κιθάρα. Τους βλέπεις όλους μ’ ένα σάζι στο χέρι. Δεν είναι τυχαίο ότι τα όργανα αυτά είναι συνδεμένα με τους Αλεβί. Ή το νέι με τους Δερβίσηδες. Είναι δύσκολο να τους τα πάρεις αυτά από τα χέρια κι από την ψυχή.

Σ’ εμάς, από την άλλη, η εκδυτικοποίηση ήταν πολύ επιθετική. Σε βαθμό κακουργήματος!.. Τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια δεν γίνεται άλλη δουλειά. Το ζητούμενο είναι πώς να σπάσουμε το ανατολικό κεφάλι που ξεπετάγεται!..

Όσο για την “ethnic” σκηνή ή την περίφημη “world music”:

Τίποτα περισσότερα από αυτά που είπα παραπάνω. Απλά, η οικειοποίηση από τις πολυεθνικές εταιρίες της μουσικής παραγωγής άλλων χωρών. Τόσο σε επίπεδο μουσικών, όσο και σε επίπεδο ακροατών. «Τέτοια ακούτε εκεί;» βουτάνε δυο – τρεις μουσικούς, τους βάζουνε να παίξουν μαζί και μετά το πλασάρουν στην αγορά.

Όλες αυτές οι «συμπράξεις», είναι καθαρά «μαγειρέματα» των εταιριών. Ξέρεις τι σημαίνει να συνεργαστώ εγώ π.χ. με μια τραγουδίστρια από την Πόλη; Για να γίνει αυτό, με φυσιολογικούς όρους, πρέπει να είμαστε και οι δύο “hi society” να μην έχουμε τι να κάνουμε και να πηγαίνουμε πότε εγώ εκεί και πότε να έρχεται αυτή εδώ. Δεν είναι εύκολο. Εκτός, αν συναντηθούμε ως μετανάστες, στη Νέα Υόρκη. Εκεί συνέβησαν τέτοια πράγματα, αλλά ξεφουσκώσανε. Έγιναν κάποιες προσπάθειες με μίξεις διαφόρων οργάνων, αλλά δεν προχωρήσανε σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Μείναν σε επίπεδο «γλεντιού». Δεν γίνονται, όμως έτσι αυτά τα πράγματα. Και δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει σώνει και καλά να τα κάνουν.

Σίγουρα, πάντως, υπάρχει ανάγκη επικοινωνίας ανάμεσα σε μουσικούς από διαφορετικούς πολιτισμούς. Δεν ξέρω, όμως, από πού θα περάσει αυτό. Πάντως, μπορεί να γίνει μόνον σε μεγαλουπόλεις. Αλλά και εκεί δύσκολα. Στη Αθήνα, για παράδειγμα, πόσους Έλληνες γνωρίζουμε να παίζουν με Αλβανούς;

Η επικοινωνία, μέσω της μουσικής, ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολη. Η μουσική λειτουργεί, πολλές φορές, σαν ένα δυνατό ντόπινγκ, λόγω της φύσης της, λόγω του ήχου δηλαδή. Μπορεί να σου φτιάξει ένα αρμονικό «κουκούλι» γύρω σου και να συντονίζεσαι μόνο μ’ αυτή τη μουσική. Να ακούς, ας πούμε, μόνον κρητικά. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορείς να ενταχτείς κοινωνικά, γιατί το ίδιο το κουκούλι σε περιχαρακώνει. Και αυτό όχι μόνον σε επίπεδο ήχου, αλλά σε επίπεδο συμπεριφοράς. Φοράς τα ρούχα που φοράνε όλοι όσοι ακούνε αυτή τη μουσική. Βλέπεις, ας πούμε, τους χεβιμεταλάδες. Είναι ντυμένοι σαν χεβιμεταλάδες οι ράπερ είναι αλλιώς και μεταξύ τους πλακώνονται. Δεν είναι καλό αυτό. Γιατί αποκτάς εμμονές όχι λόγω της μουσικής καθαυτής, αλλά λόγω των συμφραζομένων της.

Το κακό, για μένα, είναι ο φανατισμός που μπορεί να φέρει η περιχαράκωση μέσα από τη μουσική και η μη επικοινωνία με τους άλλους. Αν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με τον άλλον με κάτι τόσο ρευστό, όσο η μουσική, τότε φαντάσου τι πρόβλημα επικοινωνίας μπορεί να υπάρξει σε άλλα θέματα!..

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου Χάρη. Καλορίζικο!

Τρέφω πολύ μεγάλη εκτίμηση στο Γράψα και την παρέα του. Εκείνοι αφενός και ο Ρος Ντέιλι αφετέρου ήσαν οι πρώτοι που εισήγαγαν στην Ελλάδα (τουλάχιστον έτσι το έχω αντιληφθεί εγώ) όλο αυτό το ρεύμα: σάζια, ούτια, αναδίφηση στο παραδοσιακό ρεπερτόριο, μακάμια, κλπ.. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι πολύ σημαντικό: η απαξίωση της μουσικής των χωριατών άρχισε να αίρεται.

Ωστόσο, απορώ πολύ με τη γνώμη του σχετικά με το πόσο "πιάνει" αυτή η μουσική σήμερα. Η εντύπωσή μου είναι ακριβώς η αντίθετη από τη δική του: σήμερα έχει βρωμήσει ο τόπος από ούτια, μπεντίρια, νέι, λάφτες και λύρες (ιδιαίτερα την κρητο-πολιτικο-βουλγάρικη λύρα με συμπαθητικές που εφηύρε ο Ρος Ντέιλι και παίζεται πλέον και από την κουτσή Μαρία). Τα όργανα αυτά, που όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Γράψας έχουν πίσω τους μια λόγϊα παράδοση, έχουν εξερευνηθεί αρκετά ώστε η συνεργασία τους με δυτικότροπα όργανα να είναι σχετικά εύκολη. Έτσι οι παραγωγοί τα κοτσάρουν αφειδώς σε ενορχηστρώσεις, κυρίως στο χώρο του λεγόμενου "έντεχνου" τραγουδιού. Από εναλλακτικά, έχουν γίνει πλέον κλισέ.

Τα ακραιφνώς λαϊκά όργανα είναι λιγότερο συνεργάσιμα: γκάιντα, τσαμπούνα, ζουρνάς, λυράκι, κεμεντζές κλπ.. Ωστόσο, όταν το να βάζεις λίγο ούτι δεν ήταν πια πρωτοτυπία, άρχισε να τα παίρνει κι αυτά η μπάλα. Ο κεμεντζές βέβαια είχε ήδη χρησιμοποιηθεί παλιά από τον Μαρκόπουλο. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να ακούγονται εντεχνορόκ τραγούδια με γκάιντα (η γκάιντα στον "Μπάλλο" του Σαββόπουλου, πολλά χρόνια πριν, είναι διαφορετική περίπτωση), και -σπανιότερα- και με τσαμπούνα. Όταν, ήδη το 2001, άκουσα ένα τραγούδι με ζουρνά, και μάλιστα ούτε καν έντεχνο αλλά καθαρά λαϊκοπόπ, θεώρησα ότι αυτός ο κύκλος μάλλον έχει κλείσει. Ξύσαμε το καζάνι μέχρι τον πάτο.

Ο λόγος που αυτό το φαινόμενο με ενοχλεί, είναι ότι δεν πρόκειται για μια γνήσια προσπάθεια προσέγγισης: δεν πάμε από κει να δούμε πώς είναι αυτά τα όργανα, τι μουσική παίζουν και τι θα είχαμε να δανειστούμε από την παράδοσή τους και να το μπολιάσουμε στη δική μας, αλλά τα φέρνουμε από δω, τα στριμώχνουμε μέσα σε αυτά που ήδη ξέρουμε, και χωρίς να τα έχουμε καλογνωρίσει τους αρπάζουμε τον ανθό: τον ασυνήθιστο ή νοσταλγικό ήχο που μπορεί να καταστήσει ένα τραγούδι πιο σουξεδιάρικο.

Η περίπτωση μικρών, ερασιτεχνικών συγκροτημάτων που επιχειρούν τέτοια παντρέματα Ανατολής - Δύσης (π.χ. Occasional Dream παλιότερα, Θέρος πιο πρόσφατα κ.ά.) είναι σαφώς πιο γνήσια. Αυτοί όντως τα σέβονται. Αλλά κι αυτοί, δύσκολα πια θα μας εκπλήξουν. Και ποιος δεν έχει στις μέρες μας ένα συγκρότημα με λύρα, κιθάρα, ούτι, τσέλο και καχόν;

Παράλληλα, η καθαυτό παραδοσιακή μουσική γίνεται οσημέραι όλο και λιγότερο άγνωστη. Οι δισκογραφικές εκδόσεις, αφιερωμένες όχι μόνο σε μέρη όπως η Ήπειρος, η Θράκη, η Κάρπαθος, που είναι γνωστές για την παράδοσή τους, αλλά ακόμη και η Αίγινα, οι Οινούσες, η Ελαφόνησος, η Μύκονος όλο και πληθαίνουν, σε βαθμό που είναι πια δύσκολο να τις παρακολουθήσεις. Αυτό πάλι είναι ένα φαινόμενο που καθόλου δε με δυσαρεστεί.

Απορώ λοιπόν πώς ο Γράψας θεωρεί ότι ο παραδοσιακός ήχος, είτε ως συμβολή μέσα σε κάποια άλλη μουσική είτε ως καθαρή παραδοσιακή μουσική, είναι εμπορικά παραμελημένος. Οπωσδήποτε, τα όσα αναφέρει για τον τρόπο που λειτουργούν οι εταιρίες δεν τα γνώριζα. Αλλά ακόμη κι έτσι, η εικόνα μου για την τρέχουσα πραγματικότητα διαφέρει πολύ από τη δική του. Εκείνος παραπονείται ότι δεν ακούμε αρκετό ούτι, εγώ έχω βαρεθεί να ακούω παντού ούτια!

Με εκτίμηση,
Περικλής.

hsarris είπε...

Γειά σου Περικλή,

Σίγουρα, τα όργανα αυτά έχουν πλέον τη δική τους πλούσια παρουσία. Ωστόσο, ο χώρος της σχετικής δισκογραφίας παραμένει προβληματικός. Ο,τι υπάρχει, υπάρχει χάρις σε μεμονωμένες προσπάθειες, από συλλόγους που βγάζουν ένα δίσκο κι άλλο δεν βγάζουν, ο οποίος γίνεται γνωστός μόνον στα μέλη της κοινότητας, άντε (και με το ζόρι) στο Music Corner. Δεν υπάρχει ένα δίκτυο διάθεσης αυτών των εκδόσεων, πόσω μάλλον μια γενικότερη εκδοτική στρατηγική. Αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο κενό, το οποίο δύσκολα αναπληρώνεται με μεμονωμένες προσπάθειες, όσο καλές κι αν αυτές είναι.

Χάρης

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!