Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Μουσικές της Κούβας

Hitech, Δεκέμβριος 2004

Buena Vista Social Club
Σκηνοθεσία: Wim Wenders
Γλώσσα: Ισπανικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Εικόνα: 16/9 fullscreen
Ήχος: Dolby Digital 5.1
1999, ARTISAN, 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 100 λεπτά

Roots of Rhythm
Σκηνοθεσία: Eugene Rosow
Γλώσσα: αγγλικά, ισπανικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Αφήγηση: Harry Belafonte
Εικόνα: 4/3
Ήχος: stereo
1991, Docurama, 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 150 λεπτά

Calle 54
Σκηνοθεσία: Fernando Trueba
Γλώσσα: ισπανικά (αγγλικοί υπότιτλοι)
Συμμετέχουν: Paquito D’ Rivera, Eliane Elias, Chano Dominguez, Jerry Gonzalez, Michel Camilo, Gato Barbieri, Tito Puente, Chucho Valdes, Chico O’ Farrill, Chacho Y Bedo, Patato Y Puntilla, Bebo Y Chucho.
Εικόνα: 16/9
Ήχος: Dolby Digital 5.1
2004, Miramax, 1 DVD, περιοχής 1,
Διάρκεια: 106 λεπτά
Έξτρα παροχές: Ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Latin Jazz, βιογραφικά και δισκογραφία των μουσικών.


Κούβα: Μουσικές ζυμωμένες με ρούμι κι έκσταση!..

Όποιος ψάχνει να βρει πού έγκειται η γοητεία της κουβανέζικης μουσικής, είναι σαν να αναζητά που οφείλεται η νοστιμιά ενός φαγητού. Στην ποιότητα των υλικών; Στην επιλογή τους; Στα καρυκεύματα; Στο μαγείρεμα; Το σίγουρο είναι ότι, το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από το σύνολο των συστατικών!.. Έτσι και η μουσική της Κούβας. Όσο κι αν η λογική εντοπίζει ρεύματα, επιρροές, και προσμίξεις στους ήχους, υπάρχουν κάποιες παράμετροι που ούτε αναλύονται, ούτε περιγράφονται. Απλώς βιώνονται. Δεν είναι, πάντως, τυχαίο ότι, οι πρώτοι συνειρμοί που κάνει κάποιος όταν αναφερθεί σ’ αυτήν τη χώρα, έχουν να κάνουν με γεύσεις και αισθήσεις: καπνός, ρούμι, χορός, επανάσταση, ελευθερία!..

Πολλά είναι αυτά που έχουν γραφτεί για τη μουσική της Κούβας. Ένα ακριβό ηχητικό αμάλγαμα, που μαρτυρά την ιστορική διαδρομή του αρχιπελάγους της Καραϊβικής. Η ιστορία μας αρχίζει πριν πεντακόσια περίπου χρόνια, όταν οι Ισπανοί άποικοι έφεραν στο νησί, μαζί με τον πυρετό για την ανακάλυψη χρυσού και μπαχαρικών, τις μουσικές τους. Ήχοι που προέρχονταν από ένα από τα κομβικότερα γεωγραφικά σταυροδρόμια του Μεσαίωνα. Εκεί, όπου η Ευρώπη συναντά την Αφρική και τα εμπορικά και μουσικά δίκτυα αλληλοπλέκονται. Η μουσική, αναπόφευκτα, φέρει τη σφραγίδα όλων των φυλών που κατοικούσαν στη μεσαιωνική Ισπανία: Ευρωπαίοι, Μαυριτανοί, Τσιγγάνοι, Εβραίοι, συνθέτουν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Με τις μουσικές των τροβαδούρων να μπολιάζονται από τη φλόγα του φλαμέγκο.

Αυτό το ήδη πολύχρωμο μουσικό περιβάλλον έρχεται να συναντήσει τις εκστατικές μουσικές των μαύρων σκλάβων, που έρχονταν μαζικά από τη Δυτική, κυρίως, Αφρική. Βλέπετε, οι φυτείες του καφέ και του ζαχαροκάλαμου χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια και οι Ισπανοί είχαν, στο μεταξύ, αποδεκατίσει τους «απείθαρχους» γηγενείς… Αυτά είναι τα δύο κύρια ρεύματα που εντοπίζονται στις μουσικές της Κούβας. Απ’ τη μια, ο μελωδικός κόσμος που ήρθε από την Ισπανία και απ’ την άλλη το βασίλειο των ρυθμών που μεταφέρθηκε από την Αφρική. Όλα τα άλλα είναι ιστορία. Μια ιστορία που γράφτηκε με μόχθο και αίμα, γονιμοποιήθηκε μέσα από το γλέντι, για να αναδειχθεί σε κοσμοπολίτικη αύρα η οποία, όχι μόνον ξεπέρασε τα όρια της χώρας, αλλά κατάφερε να αναδειχθεί πέρα από ανθρώπους, φυλές, θρησκείες και πολιτικά συστήματα.

Την ιδιαίτερα γοητευτική αυτή ιστορία έρχονται να μας αφηγηθούν τα τρία DVD, που επιλέξαμε ως άξονα του αφιερώματος αυτού. Καθένα απ’ αυτά καλύπτει και μια διαφορετική πτυχή της ιστορίας μας. Το πρώτο, το “Buena Vista Social Club”, αναφέρεται στην αναγέννηση (κυριολεκτικά απ’ τις στάχτες του) του ενδιαφέροντος για την κουβανέζικη μουσική στη Δύση, μέσα από τη δράση μιας ορχήστρας βετεράνων κυρίως μουσικών. Το δεύτερο, το “Roots of Rhythm” είναι μια σειρά τριών πενηντάλεπτων ντοκιμαντέρ. Εξερευνά τις μουσικές καταβολές της Κούβας, το πώς ο ήχος της διαμορφώθηκε μέσα στους πέντε αιώνες της σύγχρονης ιστορίας της, με έμφαση τον 20ο αιώνα, και πώς αυτός επηρέασε την Αμερική, μπολιάζοντας καθοριστικά τις μουσικές της. Το τρίτο, το “Calle 54” είναι αφιερωμένο σε πιο σύγχρονες κι έντεχνες πτυχές αυτής της μουσικής, όπου η κουβανέζικοι ήχοι συναντούν τη τζαζ. Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.

Buena Vista Social Club

Αυτό ήταν το όνομα ενός θρυλικού κοσμοπολίτικου κέντρου διασκέδασης στην καρδιά της Αβάνας, το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί πριν μισό περίπου αιώνα. Είχε γράψει ιστορία κατά τις «χρυσές» δεκαετίες του ’20, του ’30, του ’40 και του ’50. Τότε, που η μαγεία της Κούβας γοήτευε τα πλήθη των –Αμερικανών κυρίως– τουριστών, οι οποίοι συνέρεαν κατά χιλιάδες για να γευτούν τις υψηλές συγκινήσεις που προσέφερε το νησί: τα ξέφρενα πάρτι, τα καζίνο, το ποτό και πάνω απ’ όλα τον διάχυτο ερωτισμό… Το όνομα αυτό επέλεξε και η ορχήστρα, που αποτελείται από βετεράνους λαϊκούς μουσικούς της Κούβας, η οποία συγκροτήθηκε χάρις στον μουσικό και παραγωγό Ry Cooder. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πλέον σχεδόν αποσυρθεί, ακολουθώντας τις αλλαγές των καιρών.

Στην ταινία, που υπογράφεται από τον Wim Wenders, εναλλάσσεται αριστοτεχνικά το χθες με το σήμερα, το «εκεί» (Κούβα) και το «εδώ» (Δύση). Ο θεατής εισάγεται σε μια τεράστια, κατάμεστη αίθουσα συναυλιών, λίγο πριν η συναυλία ξεκινήσει. Από ‘κεί το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται. Κάθε τραγούδι (είτε ολόκληρο, είτε απόσπασμα, μαγνητοσκοπημένο σε κάποια εμφάνισή τους στην Αμερική και την Ευρώπη) εναλλάσσεται με σύντομα αυτόνομα φιλμάκια, τα οποία «σκιαγραφούν» έναν – έναν τους συντελεστές της ιδιότυπης αυτής ορχήστρας. Τονίζουμε το «σκιαγραφούν», καθώς δεν πρόκειται, απλώς, για μια παράθεση βιογραφικών στοιχείων και σκέψεων, αλλά για μια –κατά κάποιον τρόπο- ψυχογράφηση του καθενός από τους βετεράνους αυτούς μουσικούς, μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα. Μέσα από τα μικρά αυτά «αφιερώματα» διακρίνεται η θέση και ο ρόλος του καθενός στην ορχήστρα και η προσωπικότητά του, ενώ παράλληλα, ξεπροβάλλει και αναδεικνύεται όλη αυτή η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Κούβας, μέσα στην οποία ανδρώθηκαν οι περισσότεροι. Όλα αυτά, σ’ ένα καθαρά κουβανέζικο φόντο, όπου δεσπόζει η πολυχρωμία. Παλαιά αμερικάνικα αυτοκίνητα βαμμένα με έντονα χρώματα, φανταχτερά ρούχα, παμπάλαια κτίρια και γειτονιές όπου ο ήλιος πλέκεται με τα χαμόγελα τη μουσική και το γλέντι!..

Η επόμενη φάση, αναμφίβολα, διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, όπου οι Buena Vista Social Club έχουν πάει για μια από τις πρώτες τους εμφανίσεις στον δυτικό κόσμο. Η κάμερα τους παρακολουθεί στις πρόβες αλλά και στους δρόμους, καταγράφοντας τις αντιδράσεις κάποιων απ’ αυτούς στη θέα της ζωής στην μεγαλούπολη των (μετα)μοντέρνων καιρών. Σκηνές που επιδέχονται πολλαπλές πολιτικές αναγνώσεις, καθώς αφηγούνται τη «ματιά» εκείνων, για τους οποίους το ρολόι του χρόνου λες και σταμάτησε στη δεκαετία του ’50…

Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια ταινία που συνδυάζει τη μουσική και το ντοκιμαντέρ. Με τις εικόνες να λένε όσα και οι ήχοι, ο θεατής μπορεί να γνωρίσει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που κρύβονται πίσω από τις μουσικές αυτές, που τόσο αγαπήθηκαν τα τελευταία χρόνια, ύστερα την «έκρηξη» του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Ως προς το τεχνικό σκέλος, σημειώνουμε ότι η εικόνα είναι 16/9, ενώ ο ήχος (στα συναυλιακά κομμάτια) είναι 5.1 Dolby Digital. Το DVD είναι περιοχής 1 (δεν εντοπίστηκε έκδοση περιοχής 2) και το προμηθευτήκαμε μέσω του Amazon.

Roots of Rhythm

Στο δεύτερο DVD μπορείτε να βρείτε μια σειρά τριών πενηντάλεπτων ντοκιμαντέρ, όπου ανιχνεύονται οι καταβολές των χορευτικών ρυθμών που δόνησαν και δονούν την Αμερική και όλον τον δυτικό κόσμο. Οι μουσικές αυτές καταβολές δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν ως επίκεντρο την Κούβα. Και στα τρία «επεισόδια» οι μουσικές «αναβλύζουν» από παντού, μέσα από κομμάτια μαγνητοσκοπημένα επιτόπου καθώς και από πλούσιο αρχειακό υλικό, κινηματογραφημένο καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Παράλληλα, παρεμβάλλονται σύντομα αλλά άκρως κατατοπιστικά σχόλια, τα οποία σκιαγραφούν μια μοναδική μουσική ιστορία γραμμένη με ρυθμούς, χρώματα κι αρώματα.

Στο πρώτο «επεισόδιο», ανιχνεύονται οι μουσικές καταβολές της κουβανέζικης λαϊκής μουσικής, οι οποίες, όπως είπαμε, με το ένα πόδι πατάνε στην μεσαιωνική Ισπανία και με το άλλο στην Αφρική. Περιλαμβάνονται εικόνες από τελετουργικές μουσικές της Δυτικής Αφρικής, οι ρυθμοί και οι μελωδίες των οποίων εντοπίζονται ακόμη και σήμερα στην Κούβα. Ένα από τα πιο ισχυρά πολιτισμικά στοιχεία που παραπέμπει άμεσα στην Αφρική είναι η Ρούμπα, η οποία αναδείχθηκε μέσα από τις φτωχογειτονιές των μαύρων σκλάβων. Παράλληλα, για να προσεγγισθεί το ισπανικό σκέλος, γίνεται αναφορά στο φλαμέγκο και στους λαϊκούς ποιητές της Ισπανίας, οι οποίοι είναι «πρόγονοι» των αντίστοιχων που εντοπίζονται ως τις μέρες μας στην Κούβα.

Οι δύο αυτοί μουσικοί κόσμοι έμελλε να αναμιχθούν επί κουβανέζικου εδάφους, όπως οι άνθρωποι και τα έθιμά τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και ο χορός «τσαγκούι». Σ΄ αυτόν, οι ειδικοί εντοπίζουν την πρώτη συνύπαρξη δυτικότροπων μελωδιών με αφρικάνικους ρυθμούς. Ο χορός αυτός θεωρείται ως ο πρόγονος του «μάμπο» και του «τσα τσα τσα» που, όπως θα δούμε, δημιούργησαν μια σειρά από «παλιρροϊκά κύμματα» χορευτικής υστερίας στην Αμερική και σ’ όλον τον κόσμο.

Στο δεύτερο επεισόδιο εξετάζεται το χρονικό της «ανακάλυψης» των λαϊκών μουσικών της Κούβας από τους Βορειοαμερικάνους. Μια διαδρομή που ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν Αμερικάνοι συνθέτες ανακαλύπτουν τις μουσικές αυτές και ενσωματώνουν στοιχεία τους στις συνθέσεις τους. Παράλληλα, δημιουργείται στην Κούβα μια πιο έντεχνη εκδοχή της μουσικής, κάτι αντίστοιχο με τις «εθνικές σχολές» που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη την ίδια πάνω – κάτω εποχή.

Η αυγή του 20ου αιώνα, με την ανακάλυψη του φωνογράφου, έδωσε νέα πνοή στις μουσικές της Κούβας, καθώς από πολύ νωρίς αποτυπώθηκαν στα αυλάκια των κυλίνδρων και των δίσκων του γραμμοφώνου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία ενός μουσικού της παλαιάς γενιάς, που άρχισε την δισκογραφική του καριέρα κάπου στον Μεσοπόλεμο. Μέσα από τη ζωή του συμπυκνώνεται η ιστορική διαδρομή της Κούβας και της μουσικής της: από αγρότης κι ερασιτέχνης μουσικός, βρέθηκε στους προβολείς της κοσμοπολίτικης ζωής των μέσων του αιώνα, για να αντιμετωπίσει, στη συνέχεια, έντονα την ανέχεια, όταν οι καιροί άλλαξαν. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να παίζει και να τραγουδά μαζί με την πολυμελή οικογένειά του, μεταφέροντας στους θεατές τη μαγεία και το ήθος μιας άλλης εποχής.

Η άνθιση της δισκογραφίας απ’ τη μια και του τουρισμού από την άλλη, μπόλιασαν καθοριστικά τη μουσική βιομηχανία της Αμερικής. Και, σίγουρα, αυτό δεν ήταν τυχαίο. Γιατί, πίσω απ’ αυτό το μουσικό κίνημα, σίγουρα, υπήρχαν ισχυροί κοινωνικοί λόγοι. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κούβα αναδείχθηκε ως τουριστικός προορισμός για τους Αμερικάνους την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ούτε ότι παρέμεινε ο αγαπημένος προορισμός τους για τις επόμενες δεκαετίες, όταν ο αμερικάνικος πουριτανισμός βρήκε την κορύφωσή του στον μακαρθισμό… Στο κλίμα αυτό, σίγουρα, η Κούβα αποτελούσε ένα πολύ ισχυρό αντίδοτο.

Στο σημείο αυτό είναι που ξεκινά το τρίτο επεισόδιο, το οποίο εξετάζει το πώς ο κουβανέζικος ήχος μεταλαμπαδεύτηκε στην Αμερική. Η αρχή εντοπίζεται, πάλι, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Όταν το αργεντίνικο «τάγκο» (το οποίο είναι συγκοινωνούν δοχείο με την κουβανέζικη «χαμπανέρα») διαδίδεται αστραπιαία στην Αμερική, προκαλώντας, συχνά, τη μήνη των πουριτανών. Το μουσικό αυτό κλίμα έχει αποτυπωθεί πολύ καλά από τον βωβό κινηματογράφο: με τον Τσάπλιν να στροβιλίζεται με μια χορεύτρια και τον Ροντόλφο Βαλεντίνο να ενσαρκώνει τον λατίνο εραστή, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στο γυναικείο κοινό. Είναι η εποχή που δημιουργούνται τα «ονειρικά» τραγούδια, τα οποία υμνούν τον έρωτα, τη «φυγή» και τον εξωτισμό. Το επόμενο «χτύπημα» είναι η «κρίση της ρούμπα», στα χρόνια του ’30, η οποία μετατρέπεται σε κυρίαρχη τάση. Αποτέλεσμα αυτών είναι, στα χρόνια του ’40, έχουμε μια έντονη «λατινοποίηση» του Χόλιγουντ, με το ένα μιούζικαλ να γυρίζεται μετά το άλλο, ακολουθώντας τη δίψα του κοινού γι’ αυτή τη μουσική.

Παράλληλα με την αστραφτερή πλευρά του Χόλιγουντ, πάντως, την εποχή εκείνη έχουμε και την πρώτη «όσμωση» της λάτιν με τη τζαζ. Είναι αποκαλυπτική η μαρτυρία ενός μουσικού, που σχολιάζει αυτήν τη σύμπραξη. Όταν κάποιος Κουβανός δεξιοτέχνης των κρουστών ρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να συνεννοείται με την υπόλοιπη τζαζ ορχήστρα, αφού δεν μιλά αγγλικά, ούτε οι υπόλοιποι ισπανικά, απάντησε: «ναι, αλλά όλοι μας μιλάμε αφρικάνικα». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κοινός παρονομαστής ανάμεσα στις δύο μουσικές στάθηκε η κοινή τους αφρικανική ρίζα.

Η δίψα για τις μουσικές της Κούβας συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες, με όχημά της τη μικρή πλέον οθόνη. Ήταν η εποχή όπου δύο νέα «μουσικά παλιρροϊκά κύματα» τάραξαν την Αμερική: το «μάμπο» και το «τσα τσα τσα». Ένα μουσικό ρεύμα που διαδόθηκε παγκόσμια. Σε πολλές από τις ταινίες του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου μπορεί κανείς να διακρίνει την ελληνική εκδοχή της λάτιν – μανίας… Από ‘κει και πέρα, η λάτιν μουσική ετοίμασε το έδαφος για κάτι πιο «αμερικάνικο»: το rock ’n’ roll!...

Φανταστείτε όλα αυτά που περιγράψαμε παραπάνω, να φωτίζονται μέσα από ένα γιγάντιο μουσικό ψηφιδωτό από χορούς, διάρκειας σχεδόν τριών ωρών!.. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό DVD που προτείνουμε θερμότατα σε όλους. Ένα γοητευτικό τριπλό ντοκιμαντέρ, που σε καμιά περίπτωση δεν διαπνέεται από μια «δασκαλίστικη» χροιά. Αντίθετα, «γαργαλάει» τα πόδια και μας προκαλεί να μπούμε κι εμείς στο χορό!.. Ως προς το τεχνικό μέρος: η εικόνα είναι σε 4/3 και ο ήχος Dolby Digital stereo. Το DVD είναι περιοχής 1 (δεν εντοπίστηκε αντίστοιχη έκδοση της περιοχής 2) και το προμηθευτήκαμε μέσω Amazon.

Calle 54

Μια ταινία που αφηγείται το «επόμενο βήμα» της λάτιν μουσικής το οποίο ακολουθεί πιο έντεχνες διαδρομές, συμβαδίζοντας με τη τζαζ. Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στην τέχνη δώδεκα δεξιοτεχνών από διάφορα όργανα, σε καθέναν από τους οποίους είναι αφιερωμένο και μια ενότητα του DVD. Για καθέναν υπάρχει ένα σύντομο εισαγωγικό «σποτάκι» και στη συνέχεια τους παρουσιάζει να παίζουν και να αυτοσχεδιάζουν στο στούντιο. Πρόκειται για τον σαξοφωνίστα Paquito D’ Rivera, τους πιανίστες Ellane Elias και Chano Dominguez, τον τρομπετίστα Jerry Gonzalez, τον δεξιοτέχνη των κρουστών Tito Puente, για ν’ αναφέρουμε μόνον κάποιους απ’ αυτούς.

Ακούγοντας κανείς τα κομμάτια διαπιστώνει πώς η μουσική της Κούβας λειτουργεί ως η βάση και η αφετηρία, για να πλεχτούν πάνω σ’ αυτήν στοιχεία από διάφορες παραδόσεις, όπως η τζαζ και το φλαμέγκο. Πρόκειται για μια σύντηξη, επί αμερικάνικου εδάφους, στοιχείων απ’ όλες αυτές τις μουσικές, καρπός της οποίας είναι η λεγόμενη «εθνο-τζαζ» μουσική σκηνή.

Από τεχνικής πλευράς, η αποτύπωση της εικόνας και του ήχου αγγίζουν την τελειότητα, καθώς, τις περισσότερες φορές, η κινηματογράφηση έχει γίνει στον ελεγχόμενο χώρο κάποιου στούντιο. Υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα τον έξυπνο τρόπο που έχει γίνει ο φωτισμός. Ο ήχος είναι Dolby Digital 5.1, ενώ η εικόνα 16/9. Και αυτό το DVD το εντοπίσαμε μόνον σε έκδοση περιοχής 1 και το προμηθευτήκαμε μέσω Amazon.

Τρία DVD, που το καθένα καλύπτει από μία πτυχή του μουσικού βασιλείου της Κούβας. Ήχοι μοναδικοί, ακριβοί, που μεταφέρουν τη δική τους ιστορία και τη δική τους γοητεία. Τώρα, ως προς το αρχικό ερώτημα, «τι είναι αυτό που κάνει τη μουσική αυτή γοητευτική», καθένας ας δώσει τη δική του απάντηση. Γιατί η μουσική, στο κάτω-κάτω, δεν είναι απλώς ένα σύνολο από μελωδίες, ρυθμούς, αρμονίες και όργανα. Είναι η ηχητική διάσταση ενός ολόκληρου κόσμου, που με τη μουσική του δίνει το μήνυμά του και το στίγμα του. Έτσι και οι μουσικές της Κούβας. Απευθύνονται στο μυαλό, στην καρδιά και στα πόδια των ακροατών τους, δίνοντάς τους μια ανοιχτή πρόσκληση για την έκσταση! Ένας χορός που εξακολουθεί να κρατά, σε πείσμα των πάσης φύσεως πολιτικών δυσχερειών!..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Καλώς ήλθατε στα "Ανθολογήματα"

Καλώς ορίσατε στο blog του Χάρη Σαρρή.

Μοιράζομαι μαζί σας γραφτά για τη μουσική, κείμενα, φωτογραφίες, σκέψεις και ό,τι άλλο βάλει ο νους και η φαντασία μου!